βδελυρία

From LSJ
Revision as of 08:58, 20 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βδελῠρία Medium diacritics: βδελυρία Low diacritics: βδελυρία Capitals: ΒΔΕΛΥΡΙΑ
Transliteration A: bdelyría Transliteration B: bdelyria Transliteration C: vdelyria Beta Code: bdeluri/a

English (LSJ)

ἡ,
A beastly behaviour, coarse behaviour, objectionable behaviour, And.1.122, Is.8.42 (pl.), D. 22.52, Aeschin.1.105, Thphr.Char.11, Plu. Caes.9.
2 disgust, nausea, Hp.Int.26, Jul.Or.6.190d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.26
1 conducta infame, desvergüenza εἰς τοῦτο βδελυρίας ἦλθε καὶ παρανομίας And.Myst.122, cf. Is.8.42, D.22.52, 42.15, Aeschin.1.105, Theopomp.Hist.225a, Thphr.Char.11, Plb.8.9.8, Sm.Ps.52.2, Plu.Caes.9, D.Chr.55.13, Lib.Or.41.9, Lyd.Mag.3.58.
2 náusea, repugnancia συκίου ἀγρίου Hp.l.c., ὑπὸ τῆς ... βδελυρίας διεστράφησαν τὸν στόμαχον Iul.Or.9.190d.

German (Pape)

[Seite 440] ἡ, Scheußlichkeit, Schamlosigkeit, Andoc. 1. 122; Is. 6, 42; καὶ ἀδικία Ath. VI, 260 e; Unkeuschheit, ὑπὸ μέθης καὶ βδελυρίας κακῶς καὶ αἰσχρῶς διακείμενος τὸ σῶμα Aesch. 1, 26; vgl. Theophr. Char. 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
impudeur, conduite infâme.
Étymologie: βδελυρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βδελυρία -ας, ἡ, Ion. βδελυρίη βδελυρός
1. walgelijk gedrag, walgelijkheid:. εἰς τοῦτο βδελυρίας ἦλθε καὶ παρανομίας zover was hij gekomen in walgelijkheid en onwettigheid And. 1.122; ἀπαιδευσίᾳ καὶ βδελυρίᾳ in onbeschaafdheid en walgelijkheid Luc. 31.14.
2. misselijkheid. Hp.

Russian (Dvoretsky)

βδελυρία:гнусность, мерзость Aeschin., Isae.

Greek (Liddell-Scott)

βδελῠρία: ἡ, κτηνώδης διαγωγή, ἔλλειψις αἰδοῦς καὶ εὐπρεπείας, κτηνώδη πάθη, Ἀνδοκ. 16. 13, Ἰσαῖ. 73. 38, Αἰσχίν. 15. 17. 2) ἀηδία, ναυτία, Ἱππ. 546. 47.

Greek Monolingual

βδελυρία, η (Α) βδελυρός
1. αποκρουστική, κτηνώδης διαγωγή
2. ναυτία, τάση προς έμετο.

Greek Monotonic

βδελῠρία: ἡ, βίαιη, θηριώδης, κτηνώδης συμπεριφορά, έλλειψη καταισχύνης, ευπρέπειας, σεμνότητας, βαναυσότητα, σε Ρήτ.

Middle Liddell

[from βδελυρός
brutal conduct, want of shame and decency, brutality, Oratt.