κνιπεία
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ἡ, miserliness, Doroth.in Cat.Cod.Astr.6.81.
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ, Knickerei, Armut, Mangel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑπεία: ἢ κνιπία, ἡ, (κνιπός) φειδωλία, προσέτι, ἔνδεια, Δωροθ. 837Β, Θεοφάν. Χρον. σ. 248, κλ., Βυζ.
Greek Monolingual
κνιπεία, ή (AM) κνιπεύω
μσν.
κνιπία.
αρχ.
φιλαργυρία, τσιγκουνιά.
Translations
stinginess
Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία, χήλευμα; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik