lijden
From LSJ
Dutch > Greek
ἀλγέω, κακοπαθέω, πάσχω, πονέω, ἀγχόνη, ἀθλιότης, ἆθλος, ἀκηχεδών, ἀλγηδών, ἄλγημα, ἄλγος, ἀνάτλημα, ἀνία, ἀπονία, ἄση, ἄχος, βάσανος, δειλία, δηγμός, δῆξις, διαπόνημα, διαπόνησις, δύη, δυσπάθεια, δυσφορία, δυσφορίη, ἐμπάθεια, ἐνόχλησις, κακά, κακοπάθεια, κακοπαθία, κόπος, λύπη, μόχθος, ὀδύνη, ὄτλος, πάθος, πάθη, πάθημα, παθήματα, πόνος, τὰ ἔμπονα