ναρός

From LSJ
Revision as of 08:35, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱρός Medium diacritics: ναρός Low diacritics: ναρός Capitals: ΝΑΡΟΣ
Transliteration A: narós Transliteration B: naros Transliteration C: naros Beta Code: naro/s

English (LSJ)

ά, όν, (νάω) flowing, liquid, Δίρκη A.Fr.347; ναρὰ καὶ κρηναῖα ποτά S.Fr.621; cf. νηρός.

German (Pape)

[Seite 230] (νάω), fließend; Δίρκη, Aesch. frg. 426; Soph. frg. 560; VLL. erkl. ὑγρός; nach Phryn., der für νηρὸν ὕδωρ vielmehr πρόσφατον zu sagen räth, ist ναρός od. νηρός = νεαρός, frisch.

Russian (Dvoretsky)

νᾱρός: текучий (Δίρκη Aesch.; κρηναῖα ποτά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νᾱρός: ά, ον, (νάω) ὁ ῥέων, ῥευστός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 399· ναρὰ κρηναῖα ποτὰ Σοφ. 560. Ἀρχαία λέξις, μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ., ἴδε Λοβ. 42. (Πρβλ. Νηρεύς, καὶ τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς νερόν).

Greek Monolingual

ναρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ρέει, ο υγρός, ο ρευστός («ναρᾱς Δίρκης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναFερος < νάω + κατάλ. -ερός πρβλ. θαλερός) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και συναίρεση].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: flowing, liquid
See also: s. νάω.

Frisk Etymology German

ναρός: {narós}
Meaning: quellend, strömend
See also: s. νάω.
Page 2,291

Mantoulidis Etymological

-ά, -όν (=ρευστός). Ἀπό τό νάω.