ξυλήφιον
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
τό, Dim. of ξύλον, piece of wood, stick, Hp.Steril.230, Alex.98.24, Plb.6.34.9, D.S.4.76:—misspelt ξυλίφιον D.S.l.c. (v.l.), Thom.Mag.p.253 R.; ξυλύφιον v.l. in Suid. s.vv. Διοκλῆς, ὀξύβαφον; ξυλήριον EM611.23.
German (Pape)
[Seite 281] τό, dim. von ξύλον, Stückchen Holz; Alexis bei Ath. XIII, 568 d (v. 24); Pol. 6, 35, 7 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit morceau de bois.
Étymologie: ξύλον, ἅπτω.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλήφιον: τό кусочек дерева, щепка Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλήφιον: τό, ὑποκορ., τοῦ ξύλον, τεμάχιον ξύλου, «ξυλάκι», ῥάβδος, Ἱππ. 682. 44, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 24, Πολύβ. 6. 35, 7, Διόδ. 4.76· - τὴν λέξιν ταύτην συχνάκις μνημονεύουσιν οἱ γραμμ. ποικιλοτρόπως ἡμαρτημ. - ξυλίφιον, ξυλύφιον, ξυλήριον.
Greek Monolingual
ξυλήφιον, τὸ (ΑΜ, Μ και ξυλάφιον)
μικρό τεμάχιο ξύλου, ξυλαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. -άφιον / -ήφιον (πρβλ. ξυράφιον)].
Greek Monotonic
ξῠλήφιον: τό, υποκορ. του ξύλον, κομμάτι ξύλου, ξυλάκι, ξυλαράκι, ραβδάκι, σε Πολύβ.
Middle Liddell
ξῠλήφιον, ου, τό, [Dim. of ξύλον
a piece of wood, a stick, Polyb.