σκάνδιξ

From LSJ
Revision as of 16:48, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάνδιξ Medium diacritics: σκάνδιξ Low diacritics: σκάνδιξ Capitals: ΣΚΑΝΔΙΞ
Transliteration A: skándix Transliteration B: skandix Transliteration C: skandiks Beta Code: ska/ndic

English (LSJ)

ῑκος, ἡ (Sch.Ar., v. infr.), wild chervil, Scandis Pecten-Veneris, Ar.Ach.478, And.Fr.4, Thphr.HP7.7.1, 7.8.1, Dsc.2.138.

German (Pape)

[Seite 889] ικος, ὁ, Kerbel, lat. scandix; Ar. Ach. 454; Theophr.; Luc. Lex. 2 u. A.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
cerfeuil, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάνδιξ -ῑκος, ἡ wilde kervel (kruid).

Russian (Dvoretsky)

σκάνδιξ: ικος ὁ бот. бутень съедобный (Chaerophyllum) или кервель Arph., Luc.

Greek Monolingual

και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, -ικος και σκάνδυξ, -υκος, ἡ, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή της τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι αυτοφυή στην Ελλάδα κν. γνωστά σήμερα ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ιξ, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών, πρβλ. ῥάδιξ, σπάδιξ].

Greek Monotonic

σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, το φυτό πετροσέλινο, είδος λάχανου (Λατ. Chaerophyllum), σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.), εἶδος λαχάνου (τὸ Chaerophyllum), ὅπερ ἐτρώγετο παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 478, Ἀνδοκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 1 πρβλ. σκανδικοπώλης, Ἡσύχ.

Frisk Etymological English

-ικος
Grammatical information: f.
Meaning: wild chervil, Scandix pecten Veneris (Ar., And., Thphr., Dsc.).
Other forms: Also σκάνδυξ (v.l. Dsc. 2, 138).
Derivatives: -ικὼδης σ.-like (Thphr.), -ικο-πώλης chervil-seller, nickname of Euripides (Ar.[?] in H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Formation like ῥάδιξ, πέρδιξ and other words belonging to the plant- and animal world (Chantraine Form. 382); further unclear. Hypothetic attempt at explanation by Grošelj Živa Ant. 7, 227f. -- Clearly a Pre-Greek word; Furnée 367. Cf. on κασκάνδιξ.

Middle Liddell

σκάνδιξ, ῑκος,
chervil (i. e. chaerophyllum), Ar.

Frisk Etymology German

σκάνδιξ: -ικος
{skándiks}
Grammar: f.
Meaning: Nadelkerbel, Scandix pecten Veneris (Ar., And., Thphr., Dsk.);
Derivative: -ικώδης’σ.-ähnlich’ (Thphr.), -ικοπώλης Kerbelhändler, Spitzname des Euripides (Ar.[?] bei H.).
Etymology: Bildung wie ῥάδιξ, πέρδιξ und andere zur Pflanzen- und Tierwelt gehörige Wörter (Chantraine Form. 382); sonst dunkel. Hypothetischer Deutungsversuch von Grošelj Živa Ant. 7, 227f.
Page 2,718