νεκροσυλία

From LSJ
Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροσῡλία Medium diacritics: νεκροσυλία Low diacritics: νεκροσυλία Capitals: ΝΕΚΡΟΣΥΛΙΑ
Transliteration A: nekrosylía Transliteration B: nekrosylia Transliteration C: nekrosylia Beta Code: nekrosuli/a

English (LSJ)

ἡ, robbery of the dead, Pl.R.469e.

German (Pape)

[Seite 238] ἡ, die Plünderung der Todten, Plat. Rep. V, 469 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de dépouiller les morts.
Étymologie: νεκρός, συλάω.

Russian (Dvoretsky)

νεκροσῡλία:ограбление покойников Plat.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροσῡλία: ἡ, ἡ σύλησις τῶν νεκρῶν, Πλάτ. Πολ. 469Ε.

Greek Monolingual

η (Α νεκροσυλία)
σύληση του νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -συλία (< -συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεοσυλία, ιεροσυλία].

Greek Monotonic

νεκροσῡλία: ἡ, σύληση νεκρών, ληστεία τάφων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νεκρο-σῡλία, ἡ,
robbery of the dead, Plat.