πολυανθής

From LSJ
Revision as of 16:51, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυανθής Medium diacritics: πολυανθής Low diacritics: πολυανθής Capitals: ΠΟΛΥΑΝΘΗΣ
Transliteration A: polyanthḗs Transliteration B: polyanthēs Transliteration C: polyanthis Beta Code: poluanqh/s

English (LSJ)

ές, (< ἀνθέω) blooming, ὕλη Od. 14.353; ἔαρ h.Hom. 19.17; πτερύγων χροιή Mosch. 2.59, cf. Opp. C. 1.320, al.; in later Prose, θύμβρα Gp. 15.44.4; parti-coloured, στρωμναί DS. 31.8, cf. 5.30; poet. fem. πολυάνθεα, γλήχων Nic. Th. 877.

German (Pape)

[Seite 659] ές, sehr blühend; ὕλη, Od. 14, 353; H. h. 18, 17; auch αὖραι, ἔρωτες, Anacr. 48, 11. 53, 7; Mosch. 2, 59 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
abondant en fleurs.
Étymologie: πολύς, ἄνθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυανθής -ές [πολύς, ἄνθος] met veel bloemen.

Russian (Dvoretsky)

πολυανθής: изобилующий цветами (ὕλη Hom.; ἔαρ HH; ἔρωτες Anacr.).

English (Autenrieth)

ές (ἄνθος): much or luxuriantly blooming, Od. 14.353†.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα
1. αυτός που έχει πολλά άνθη
2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευανθής, λευκανθής].

Greek Monotonic

πολυανθής: -ές, αυτός που είναι γεμάτος λουλούδια, ανθοφόρος, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυανθής: -ές, (ἀνθέωπλήρης ἀνθέων ἢ ἀνθήσεως, ὕλη Ὀδ. Ξ. 353· ἔαρ Ὕμν. Ὀμ. 18. 17· πτερύγων χροίη Μόσχ. 2, 59· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διοδ. Ἀποσπ. σ. 644. 49· ― ποιητ. θηλ. πολυάνθεα Νικ. Θηρ. 877.

Middle Liddell

πολυ-ανθής, ές
much-blossoming, blooming, Od.