χαλκόδετος

From LSJ
Revision as of 16:52, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόδετος Medium diacritics: χαλκόδετος Low diacritics: χαλκόδετος Capitals: ΧΑΛΚΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: chalkódetos Transliteration B: chalkodetos Transliteration C: chalkodetos Beta Code: xalko/detos

English (LSJ)

ον, bronze-bound, σάκη A.Th.160 (lyr.); κοτύλαι Id.Fr.57.6 (anap.); αὐλαί S.Ant.945 (lyr.); ἔμβολα E.Ph.114 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1331] mit Erz od. Kupfer gebunden, befestigt, in Erz gefaßt; σάκη Aesch. Spt. 145; κοτύλαι frg. 51 bei Ath. 479 b; αὐλαί Soph. Ant. 936; ἔμβολα Eur. Phoen. 115; πέδη Mel. 52 (V, 179).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enchaîné par des liens d'airain.
Étymologie: γλώχιν, δέω.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόδετος: отделанный медью или оправленный в медь (σάκος Aesch.; αὐλαί Soph.; ἔμβολα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόδετος: -ον, ὁ διὰ χαλκοῦ δεδεμένος, σάκος Αἰσχύλ. Θήβ. 160. κοτύλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55· αὐλοὶ Σοφ. Ἀντιγ. 945· ἔμβολα Εὐρ. Φοίν. 114· ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡσαύτως χαλκοδεσμωτήρ, -δεσμήτωρ, μετὰ τῆς ἑρμηνείας χαλκόδεσμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / χαλκόδετος, -ον, ΝΜΑ
δεμένος με χάλκινα ελάσματα («χαλκόδετ' ἔμβολα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αἰχμόδετος, λινόδετος].

Greek Monotonic

χαλκόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με χαλκό, σε Τραγ.

Middle Liddell

χαλκό-δετος, ον,
brass-bound, Trag.