παλιμβλαστής
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
ές, sprouting or growing again, κύων, of the hydra, E.HF1274; καυλοί Thphr.HP7.2.4.
German (Pape)
[Seite 448] ές, wieder keimend, sprossend, Theophr.; von der Hydra, Eur. Herc. F. 1274.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui germe de nouveau, qui repousse.
Étymologie: πάλιν, βλαστάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιμβλαστής -ές [πάλιν, βλαστάνω] opnieuw aangroeiend.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμβλαστής: вновь отрастающий (ὕδρα Eur.).
Greek Monolingual
παλιμβλαστής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει ή φύεται εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψιβλαστής].
Greek Monotonic
πᾰλιμβλαστής: -ές (βλαστάνω), αυτός που βλαστάνει, αναφύεται ξανά, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμβλαστής: -ές, ὁ ἐκ νέου βλαστάνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 4, παρ’ ᾧ ὑπάρχει καὶ διάφορος γραφὴ παλίμβλαστος.
Middle Liddell
πᾰλιμ-βλαστής, ές βλαστάνω
growing again, Eur.