κουροβόρος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, devouring children, A.Ag.1512 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore (càd qui fait périr) les enfants.
Étymologie: κοῦρος, βιβρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουροβόρος -ον [κοῦρος, βιβρώσκω] kinderen verslindend; van verslonden kinderen:. δίκαν... πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει hij zal gerechtigheid brengen voor het geronnen bloed van de verslonden kinderen Aeschl. Ag. 1512.
German (Pape)
Knaben fressend, Kinder mordend, Aesch. Ag. 1493.
Russian (Dvoretsky)
κουροβόρος: пожирающий детей Aesch.
Greek Monolingual
κουροβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημοβόρος, θυμοβόρος].
Greek Monotonic
κουροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει παιδιά, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κουροβόρος: -ον, κατατρώγων παιδία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1512· ἴδε πάχνη.