προφύλαξ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
-ακος, ὁ, advanced guard; οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Th. 3.112, X. An. 2.4.15, etc.
officer on guard, Aen.Tact. 22.9, and so prob. in IGRom. 4.455 (Pergam.). — Also fem., Eratosth. Cat. 22. epithet of Apollo, IG 12(7).419.
German (Pape)
[Seite 798] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
garde d'avant-poste, vedette.
Étymologie: πρό, φύλαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφύλαξ -ακος, ὁ [πρό, φύλαξ] wachter op voorpost.
Russian (Dvoretsky)
προφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ передовой пост Thuc., Xen.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ φύλαξ, -ακος]
1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ.
β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.)
αρχ.
1. αξιωματικός φρουράς
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.)
3. στον πληθ. οἱ προφύλακες
οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.
Greek Monotonic
προφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, ιχνηλάτης, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προφύλαξ: [ῠ], -ᾱκος, ὁ, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - ὡσαύτως ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.
Middle Liddell
προφῠ́λαξ, ακος,
an advanced guard: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.]