ὀρνιθολόχος

From LSJ
Revision as of 15:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθολόχος Medium diacritics: ὀρνιθολόχος Low diacritics: ορνιθολόχος Capitals: ΟΡΝΙΘΟΛΟΧΟΣ
Transliteration A: ornitholóchos Transliteration B: ornitholochos Transliteration C: ornitholochos Beta Code: o)rniqolo/xos

English (LSJ)

Dor. ὀρνῑχ-, ὁA, (λοχάω) bird-catcher, fowler, Pi.I.1.48, which passage is cited with ὀρνιθολόχῳ by Plu.2.473a, but with ὀρνιθολόγῳ (wrongly) in ib.406c.

German (Pape)

[Seite 383] den Vögeln auflauernd, ihnen nachstellend, dor. ὀρνιχολόχος, Pind. I. 1, 48.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ὄρνις, λόχος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθολόχος: дор. ὀρνῑχολόχοςптицелов Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθολόχος: -ον, Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ, (λοχάω) ὁ συλλαμβάνων πτηνά, ὀρνιθοθήρας, Πινδ. Ι. 1. 67, Πλούτ. 2. 473Α.

Greek Monolingual

ὀρνιθολόχος, δωρ. τ. ὀρνιχολόχος, -ον (Α)
αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος / -ιχος + λόχος «ενέδρα» (πρβλ. βωμολόχος)].

Greek Monotonic

ὀρνῑθολόχος: Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ (λοχάω), = το προηγ., σε Πίνδ.

Middle Liddell

λοχάω = ὀρνῑθοθήρης, Pind.]