Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποτίστρα

From LSJ
Revision as of 16:04, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτίστρα Medium diacritics: ποτίστρα Low diacritics: ποτίστρα Capitals: ΠΟΤΙΣΤΡΑ
Transliteration A: potístra Transliteration B: potistra Transliteration C: potistra Beta Code: poti/stra

English (LSJ)

ἡ, A watering-place, drinking-trough, Call.Dian.50, D.S.3.17, Str.8.3.31, Al.Ex.2.16, PFlor.50.107 (iii A.D.). 2 conduit or channel, CPR121.1 (pl., iii A.D.), PTeb.374.14 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, die Tränke, Callim. H. Dian. 50; Strab. 8, 3, 31; D. Sic. 3, 17.

Russian (Dvoretsky)

ποτίστρα:водопой Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίστρα: ἡ, μέρος πρὸς πότισμα, σκάφη πρὸς ποτισμὸν ζῴων, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 50, Διόδ. 3. 17, Στράβ. 356· ὡσαύτως ποτιστρίς, ίδος, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 890. Πρβλ. πίστρα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ποτιστρέα, Α
1. μέρος όπου πίνουν νερό τα ζώα
2. σκάφη για το πότισμα τών ζώων
νεοελλ.
το ποτιστήρι
αρχ.
1. σωλήνωση για τη μεταφορά νερού σε οικία
2. εγκατάσταση για την άρδευση τών αγρών, υδραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].