συμβόλαιο

From LSJ
Revision as of 16:26, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

το / συμβόλαιον, ΝΑ
νεοελλ.
1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση
β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την επιταγή τών νόμων ή για μεγαλύτερη εξασφάλιση τών μερώνσυμβόλαιο αγοραπωλησίας»)
2. φρ. α) «κοινωνικό συμβόλαιο» — η συνειδητή αποδοχή, εκ μέρους τών πολιτών, τών θεσμών και κανόνων κοινωνικής συμβίωσης
β) «ο λόγος του είναι συμβόλαιο»
μτφ. είναι πλήρως αξιόπιστος
αρχ.
1. σύμβολο, σημείο, από το οποίο συμπεραίνει κανείς κάτι («πιστὸν γὰρ οἱ ἦν τὸ συμβόλαιον», Ηρόδ.)
2. σύμπτωμα ενδεικτικό («ὡς οὐκέτ' ὄντος γὰρ τὰ συμβόλαιά σου πρὸς τὰς παρούσας ξυμφορὰς ἐφαίνετο», Σοφ.)
3. δοσοληψία («οὗτοι οὐ τὸ παράπαν συμβόλαιον ἐξαρνοῦνται μὴ γενέσθαι», Δημοσθ.)
4. έγγραφη συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου («τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβόλαια», Δημοσθ.)
5. τα χρήματα που έχουν δοθεί ως δάνειο με ομόλογο, που έχουν τοκιστεί («ἀπώλλυτο ἄν τῷ πατρί τὸ συμβόλαιον», Δημοσθ.)
6. εμπορική συναλλαγή («ἅπασι μὲν τοῖς ξένοις ἀσφαλῆ τὴν πόλιν παρέχει καὶ πρὸς τὰ συμβόλαια νόμιμον», Ισοκρ.)
7. κοινωνικό ή κοινό πολιτικό δικαίωμα ή υποχρέωση (α. «τὰ τοῦ καθ' ἡμέραν βίου συμβόλαια», Δημοσθ.
θ. «τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν συμβόλαια», Αριστοτ.)
8. (γενικά) υποχρέωση
9. επικοινωνία («τί γὰρ εὐπρεπὲς ἀνδρὶ νέῳ πρὸς ἐχθροῦ γυναῑκα μέχρι τιμῆς τοσαύτης συμβόλαιον;», Πλούτ.)
10. φρ. α) «δίκη συμβολαίων» — εκδίκαση αγωγής με απαίτηση για επιστροφή δανεισθέντων χρημάτων (Δημοσθ.)
β) «ἀντίδικος ἐκ συμβολαίων» — αντίδικος σε δίκη για επιστροφή χρημάτων που είχαν δοθεί ως δάνειο με ενέχυρο (Ισαί.)
γ) «συμβόλαια ἀποστερῶ» — αδυνατώ να επιστρέψω χρήματα που έχω δανειστεί (Ισοκρ., Δημοσθ.)
δ) «πράξεις συμβολαίων» — εισπράξεις δανείων που έχουν συναφθεί κατόπιν υπογραφής ομολόγων (Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμβολ- του συμβάλλω (πρβλ. συμβολή) + κατάλ. -αιον (πρβλ. παραβόλαιον)].