Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υδρία

From LSJ
Revision as of 16:40, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ὑδρία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδρίη και δ. γρφ. ὑδρείη Α
1. αγγείο, συνήθως πήλινο, για την εναπόθεση και μεταφορά νερού, στάμνα
2. αρχαιολ. αγγείο για τη μεταφορά νερού, που είχε τρεις λαβές, μία κάθετη και δύο οριζόντιες, και ήταν πήλινο ή χάλκινο
αρχ.
1. κάθε είδος αγγείου, κρασιού, μελιού κ.ά.
2. αγγείο γεμάτο νομίσματα, πιθάρι
3. (στα δικαστήρια) κάλπη ψηφοφορίας
4. τεφροδόχη
5. πανέρι ψωμιού
5. χρονόμετρο, κλεψύδρα με νερό
6. παροιμ. «ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν» — λέγεται για έργο που εγκαταλείπεται λίγο διάστημα πριν από την περάτωση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + κατάλ. -ία (πρβλ. γερουσία)].