ὀπισθόδομος

From LSJ
Revision as of 16:56, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθόδομος Medium diacritics: ὀπισθόδομος Low diacritics: οπισθόδομος Capitals: ΟΠΙΣΘΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: opisthódomos Transliteration B: opisthodomos Transliteration C: opisthodomos Beta Code: o)pisqo/domos

English (LSJ)

ὁ, A back chamber, inner cell of the old temple of Athena in the Acropolis at Athens, used as the Treasury, IG12.139.17, al., Ar.Pl.1193, D.13.14,24.136, IG22.1388.73, etc.; Delph. ὀπισσόδομος SIG246 iii 35 (iv B. C.). II as adjective, at the back of a building, αἱ ὀ. στῆλαι Plb.12.11.2.

German (Pape)

[Seite 358] ὁ, Hinterhaus, bes. Hintertheil eines Tempels; in Athen die Hinterhalle des Tempels der Athene auf der Burg, die als Schatzkammer diente; Ar. Plut. 1193 Dem. 24, 136 Luc. Tim. 53 u. öfter; vgl. Böckh's Staatshaush. 1 p. 473. – Adj., αἱ ὀπισθόδομοι στῆλαι, Pol. 12, 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
derrière d'une maison ou d'un temple ; à Athènes, opisthodome, derrière du Parthénon où était le trésor public.
Étymologie: ὄπισθε, δόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὀπισθόδομος: IIвнутренняя часть дома или внутренняя часть храма (Паллады-Афины в афинском Акрополе, служившая государственной сокровищницей и казнохранилищем) Arph., Dem., Luc., Plut.
находящийся в задней части дома (στῆλαι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθόδομος: ὁ, ὀπίσθιος δόμος, ὁ ἐσωτερικὸς σηκὸς τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, χρησιμεύων ὡς θησαυροφυλάκιον, Ἀριστοφ. Πλ. 1193, Δημ. 170. 6, 743. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 189, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ραγκαβῆ ἐν λέξει. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ κείμενος ἐν τῷ ὀπισθίῳ μέρει οἰκοδομήματός τινος, αἱ ὀπ. στῆλαι Πολύβ. 12. 2, 2.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀπισθόδομος, -ον, Α και ὀπισσόδομος και ὐπισθόδομος, -ον)
το τμήμα τών αρχαίων ελληνικών ναών που βρίσκεται στο πίσω μέρος, σε αντιδιαστολή προς τον πρόδομο, ιδίως ο εσωτερικός σηκός του παλαιού ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη, του Παρθενώνα, ο οποίος χρησίμευε ως θησαυροφυλάκιο
αρχ.
1. τόπος πίσω από την οικία, όπου φύλαγαν τα κειμήλια, θησαυροφυλάκιο
2. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος οικήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + δόμος (πρβλ. πρόδομος)].

Greek Monotonic

ὀπισθόδομος: ὁ, πίσω δώμα ή εσώτερος οικίσκος του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών· χρησίμευε ως Θησαυρός (θησαυροφυλάκιο), σε Αριστοφ., Δημ.

Middle Liddell

ὀπισθό-δομος, ὁ,
the back chamber or inner cell of the temple of Athena in the Acropolis at Athens, used as the Treasury, Ar., Dem.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὄπισθεν + δόμος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέμω καί στή λέξη ὄπισθεν.