εἰστοξεύω
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
A shoot arrows at, Hdt.9.49. II ἐστοξεύω βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον = shoot papers attached to arrows into the encampment, D.C.48.25. III metaph., τὰ ὁρώμενα τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται = passion penetrated like an arrow into her soul Hld.3.7.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐστοξεύω Hdt.9.49, App.BC 4.121
1 tr. disparar flechas τὴν στρατιὴν ... ἐσακοντίζοντές τε καὶ ἐστοξεύοντες Hdt.l.c., τοὺς ... ἥκοντας ... ἠκροβολίζοντό τε ἀπὸ τῶν τειχῶν καὶ εἰσετόξευον Hld.9.5.6, c. ac. int. διὰ βιβλίων τινῶν ἃ ἐς τὸ στρατόπεδον ἐσετόξευε mediante escritos que lanzaba al campamento (sujetos a las flechas), D.C.48.25.3, en v. pas. ἐχθρῶν ... διὰ τὴν ἐγγύτητα ἐστοξεύεσθαι δυναμένων enemigos que debido a la proximidad podían ser alcanzados por las flechas App.l.c.
2 intr., c. dat. clavarse fig. διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύοντα la pasión que se clava en las almas a través de los ojos Hld.3.7.5.
German (Pape)
[Seite 746] hineinschießen; Her. 9, 49; D. Cass. 48, 25 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
lancer des flèches dans ou sur.
Étymologie: εἰς, τοξεύω.
Russian (Dvoretsky)
εἰστοξεύω: ион. ἐστοξεύω (во что-л.) пускать стрелы, стрелять (ἐσακοντίζειν καὶ ἐ. Her.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰστοξεύω: ῥίπτω βέλη ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 49. ΙΙ. ἐστ. βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον, ῥίπτω ἔσω δελτία προσηρτημένα εἰς τὰ βέλη, εἰς..., Δίων Κ. 48. 25.
Greek Monolingual
εἰστοξεύω (Α)
1. ρίχνω βέλη εναντίον κάποιου, σημαδεύω
2. ρίχνω κάτι προσαρμοσμένο σε βέλος.
Middle Liddell
fut. σω
to shoot arrows at, Hdt.