λόχιος

From LSJ
Revision as of 09:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχιος Medium diacritics: λόχιος Low diacritics: λόχιος Capitals: ΛΟΧΙΟΣ
Transliteration A: lóchios Transliteration B: lochios Transliteration C: lochios Beta Code: lo/xios

English (LSJ)

α, ον,
A of or belonging to childbirth, λόχια νοσήματα = childbed, E. El.656; ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Id.Ba.89 (lyr.), cf. Ion452 (lyr.); λόχιαι… Μοῖραι prob. in Id.IT206 (lyr.); λοχίης ἐκ νηδύος A.R.4.706.
2 λοχίη, = Lat. foeta or puerpera, Opp.C.3.292.
b λόχιαι, αἱ = λοχεῖαι, Euph.9.11.
II Λοχία, ἡ, epithet of Artemis, E.IT1097, Supp.958 (both lyr.), cf. SIG1219.33 (Gambreum, iii B.C.):—also Λοχεία, q.v.
III λόχια, τά, discharge after childbirth, Hp.Nat. Puer.18, Arist.HA573a9 (ἡ λοχίη κάθαρσις Hp.Mul.1.29, al.).
2 childbirth, AP7.375 (Antiphil.), 9.311 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 66] = λοχεῖος; λόχια ἄλγη, Geburtsschmerzen, Antp. Sid. 85 (VII, 164); – Ἄρτεμις λοχία, die den Gebärenden hilft, Eur. Suppl. 982, wie Hesych. λοχία durch μαῖα erkl.; – τὰ λόχια. die Reinigung der Kindbetterinn, Arist. H. A. 6, 18. – Auch = trächtig, Opp. Cyn. 3, 392.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne l'accouchement, qui préside à la naissance ; ἡ Λοχία Artémis, la déesse des accouchements.
Étymologie: λόχος.

Russian (Dvoretsky)

λόχιος:
1 связанный с разрешением от бремени, родовой (νοσήματα Eur.; ἄλγη Anth.);
2 помогающий при родах, разрешающий от бремени (Ἄρτεμις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λόχιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τοκετόν, λ. νοσήματα, λοχεία, κλίνη τοκετοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 636· ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 89, πρβλ. Ἴωνα 452· περὶ τοῦ χωρίου ἐν Ἰφ. ἐν Τ. 206, ἴδε παιδεία· λοχίης ἐκ νηδύος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 706. 2) λοχίη, = τῷ Λατ. foeta ἢ puerpera, Ὀππ. Κυν. 3. 292. ΙΙ. Λοχία, ἡ, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος Εἰλειθυίας, Εὐρ. Ι. Τ. 1097· Ἄρτεμις Λοχία ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 958, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3562· λοχεία αὐτόθι 1768. ΙΙΙ. λόχια, τά, ἡ μετὰ τὸν τοκετὸν ῥύσις, Ἱππ. 239. 32., 240. 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21· (ἡ λοχίη κάθαρσις Ἱππ. 601. 48, κτλ). 2) αὐτὸς ὁ τοκετός, γέννα, Ἀνθ. Π. 7. 375., 9. 311.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λόχιος, -ία, -ον, θηλ. και -ίη) λόχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια
τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λοχία ή ἡ λοχίη
η λεχώνα
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λοχία
προσωνυμία της Αρτέμιδος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ο τοκετός, η γέννα
5. (κατά τον Ησύχ.) «μαῖα» και «λοχίαν τὴν εὐτραφῆ καὶ ἁδροὺς στάχυας φέρουσαν».

Greek Monotonic

λόχιος: -α, -ον,
I. αυτός που ανήκει στον τοκετό, λόχια νοσήματα, λοχεία, κλίνη τοκετού, σε Ευρ.· ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι, στον ίδ.
II. Λοχία, , επίθ. της Άρτεμης Εἰλειθυίας, στον ίδ.
III. λόχια, τά, γέννηση, γέννα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λόχιος, η, ον
I. of or belonging to childbirth, λ. νοσήματα childbed, Eur.; ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαις Eur.
II. Λοχία, epithet of Artemis Εἰλείθυια, Eur.
III. λόχια, ων, τά, childbirth, Anth.