Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σάλπη

From LSJ
Revision as of 09:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλπη Medium diacritics: σάλπη Low diacritics: σάλπη Capitals: ΣΑΛΠΗ
Transliteration A: sálpē Transliteration B: salpē Transliteration C: salpi Beta Code: sa/lph

English (LSJ)

ἡ, a sea-fish, the saupe, Box salpa, Epich.63, Arist.HA 543a8, al. (ὃν καὶ βοῦν [leg. βῶκα] καλοῦσιν, Hsch.): also σάλπης, ὁ, Archipp.19; σάλπος is v.l. in Arist.HA534a16; σάρπη, ib.534a9, 621b7; σάλπιγξ, ib.543a8.

German (Pape)

[Seite 860] ἡ, ein Meerfisch, lat. salpa, in Frankreich noch jetzt saupe, Ath. VII, 321 c, mit Beispielen aus den comic; auch σάρπη, ἡ, Arist. H. A.; σάλπης, ὁ, Archipp. bei Ath. VII, 322 a; u. σάλπιγξ, Arist.

Russian (Dvoretsky)

σάλπη:рыба сальпа (предполож. Sparus Salpa) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σάλπη: ἡ θαλάσσιος ἰχθύς, Λατ. salpa, Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· ὡσαύτως σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· σάλπος εἶναι διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· σάρπη αὐτόθι 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· σάλπιγξ 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σάλπη· ἰχθὺς ποιός, ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν».

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σάλπα και σάρπα Ν, και σάρπη, και ως αρσ. σάλπης και σάλπος, ὁ, Α
κοινή σήμερα ονομασία του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την λόγια ονομασία Βωξ η σάλπη, συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ποιός, ὅν καὶ βοῦν καλοῦσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (πρβλ. λατ. salpa / sarpa, γαλλ.-αγγλ. saupe)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: sea fish, Box salpa (Epich., Arist. etc.).
Other forms: -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), σάρπη f. (Arist.); also σάλπιγξ (Arist.; folketym. transformation). On the change λ > ρ cf. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained mediterranean word. Lat. (Plin., Ov.) salpa, Ital. salpa. sarpa, Fr., Engl. saupe. Cf. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; s. also Thomson Fishes s.v. -- The variation ρ/λ is typical for Pre-Greek (Furnée 387).

Frisk Etymology German

σάλπη: {sálpē}
Forms: -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), σάρπη f. (Arist.); auch σάλπιγξ (Arist.; volksetym. Umbildung). Zum Wandel λ > ρ vgl. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.
Grammar: f. (Epich., Arist. usw.),
Meaning: Meerfisch, Box salpa
Etymology: Unerklärtes Mittelmeerwort. Lat. (Plin., Ov.) salpa, ital. salpa. sarpa, frz., engl. saupe. Vgl. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; dazu noch Thomson Fishes s.v.
Page 2,674