ἀτέλεστος

Revision as of 10:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀτέλεστον,
A without end, without issue, or without effect, unaccomplished, ἅλιον θεῖναι πόνον ἠδ' ἀ. Il.4.26, cf. 57,168, Od.2.273; σῖτον ἔδοντες μὰψ αὔτως ἀ. 16.111; τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν ἤ κ' ἀτέλεστ' εἴη 8.571, cf. Tab.Defix.Aud.68b: rare in Prose, of prayers, not deserving of accomplishment, Antipho 1.22; ἀ. κῶνος truncated cone, Hero *Stereom.1.16: neuter plural as adverb, inconclusively, ἀ. λαλεῖν AP12.21 (Strat.).
II uninitiated in.., c. gen., βακχευμάτων E.Ba.40: metaph., ἀ. ἱερῶν καὶ μυστηρίων τῆς πολιτείας Plu.Flam.2: abs., ἀ. καὶ ἀμύητος Pl.Phd. 69c, cf. Arist.Rh.1419a4, Phld.Acad.Ind.p.4 M.; ἀ. τῷ θεῷ Ael.VH3.9; prob. unmarried, Tab. Defix.Aud.68a.
III = ἀτελής III, χώρα D. Prooem. 55.
IV endless, eternal, Parm.8.4.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [dór. ac. plu. -ως Call.Cer.128]
I 1no cumplido, infructuoso, baldío de abstr. πόνος Il.4.26, Nonn.D.21.16, ἔργα Thgn.1290, ὁδός Od.2.273, τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν, ἤ κ' ἀτέλεστ' εἴη Od.8.571, ἐμὸν ἔπος h.Cer.323, τὰ πρὸς τοὺς θεούς Hld.10.29.3, τὰ τῶν Βρετανῶν D.C.41.32.2, en un conjuro ἀτέλεστα εἶναι Θεοδώρᾳ πάντα ... καὶ ἔπη καὶ ἔργα TDA 68B.2 (Ática)
de concr. no terminado de formar, inacabado τὸ τικτόμενον πρὸ τῆς ὥρας D.P.Au.1.3, cf. Gp.14.7.15
que no llega a completar su desarrollo τέκνα δὲ μοιχῶν LXX Sap.3.16, de niños muertos prematuramente SEG 6.41 (Ancira), κῶνος ἀ. cono truncado Hero Stereom.1.15, de un edificio PSI 843.15 (V/VI d.C.)
neutr. sg. y plu. como adv. en vano, infructuosamente, para nada σῖτον ἔδοντας μάψ αὕτως, ἀτέλεστον Od.16.111, φθέγξατο δ' οὐκ ἀτέλεστον Call.Del.87, ἀτέλεστα λαλεῖν AP 12.21 (Strat.), ἀ. διώκειν Nic.Th.456, Arat.678, ἀ. ἐρασθεῖσα Ach.Tat.5.25.2.
2 que no puede cumplirse δεήσεται ἀθέμιτα ... καὶ ἀτέλεστα καὶ ἀνήκουστα καὶ θεοῖς καὶ ὑμῖν Antipho 1.22, ὁδὸς ἀ. un camino interminable Parm.B 8.4, ἵμερος ἀ. un deseo inalcanzable Nonn.D.33.224.
II no iniciado c. gen. τῶν ἐμῶν βακχευμάτων E.Ba.40, τινα τῶν αὐτοῦ ὀργίων Luc.Symp.3, abs. ὃς ἂν ἀμύητος καὶ ἀ. εἰς ᾍδου ἀφίκηται Pl.Phd.69c, cf. Arist.Rh.1419a5
subst. οἱ, αἱ ἀτέλεστοι Call.l.c., TDA 68A.3 (Ática)
en lit. crist. no bautizado c. gen. ψυχὴ ἀ. οὐρανίοιο χαρίσματος Gr.Naz.M.37.994A, abs. ἄθλιος ἀπελθεῖν καὶ ἀ. Gr.Naz.M.35.1024C, cf. M.36.400A
frec. en usos metáf., de pers. no iniciado en, profano c. gen. τῶν τοῦδε πόνων E.Fr.897.6, μυστηρίων τῆς πολιτείας Plu.Flam.2, c. dat. βέβηλος καὶ ἀ. τῷ θεῷ ref. a la guerra, Ael.VH 3.9, abs. προετρέψατο μὲν γὰρ ἀτελέστους ὡς εἰπεῖν ἐπ' αὐτήν ref. a la filosofía, Phld.Acad.Ind.4.
III exento de impuestos χώρα D.Prooem.55.

German (Pape)

[Seite 384] 1) unvollendet, d. i. a) ohne Erfolg, neben ἁλίη, ὁδός Od. 2, 273; πόνος Il. 4, 57; μὰψ αὔτως, ἀτέλεστον, σῖτον ἔδοντας Od. 16, 111, immerfort. – b) unausgeführt, Od. 8, 571. 18, 345; ἀτέλεστα λαλεῖν, vergebens, Strat. 16 (XII, 21). – c) was nicht ausgeführt werden darf, neben ἀθέμιτα Antiph. 1, 22. – 2) nicht eingeweiht, βακχευμάτων Eur. Bacch. 40; neben ἀμύητος, ohne höhere Bildung, Plat. Phaed. 69 c; τῶν ἱερῶν καὶ μυστηρίων Plut. Flam. 2; τῷ θεῷ Ael. V. H. 3, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. inachevé, d'où
1 qui ne s'accomplit pas;
2 sans effet, vain;
3 qui ne se termine pas, sans fin;
II. non initié à, gén. ou dat..
Étymologie: , τελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτέλεστος:
1 незаконченный, невыполненный (τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν ἤ κ᾽ ἀτέλεστ᾽ εἴη Hom.);
2 безуспешный, бесплодный (πόνος Hom.);
3 непосвященный (ἀμύητος καὶ ἀ. Plat.; τῶν βακχευμάτων Eur.; τῶν πρώτων ἱερῶν καὶ μυστηρίων τῆς πολιτείας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέλεστος: -ον, ὁ ἄνευ τέλους ἢ ἀποτελέσματος, ἄσκοπος, ἀνεκπλήρωτος, ἀκατόρθωτος, ὁ μὴ μέλλων νὰ ἐκτελεσθῆ, ἅλιον θεῖναι πόνον ἠδ’ ἀτέλεστον, «ἀπλήρωτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 26, πρβλ. 57, 168, Ὀδ. Β. 273· μὰψ αὔτως ἀτέλεστον Ὀδ. Π. 111 (ἔνθα ἴσως εἶναι ὡς ἐπιρρ.)· τά δε κεν θεὸς ἢ τελέσειεν, ἢ κ’ ἀτέλεστ’ εἴη Θ. 571· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 113, 39: - ἀτέλεστα ὡς ἐπίρρ., μάτην, λαλεῖν Ἀνθ. Π. 12. 21. ΙΙ. ὁ μὴ μεμυημένος, ὁ μὴ μυσταγωγηθείς, μετὰ γεν., ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐμῶν βακχευμάτων Εὐρ. Βάκχ. 40· ἀπολ., ὃς ἂν ἀμύητος καὶ ἀτέλεστος εἰς ᾅδου ἀφίκηται, ἐν βορβώρῳ κείσεται Πλάτ. Φαίδων 69C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 1· ἀτ. τῷ Θεῷ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 9: - ἐντεῦθεν παρ’ Ἐκκλ. ἀβάπτιστος, Γρηγ. Ναζ. 658. ΙΙΙ, Δημ. 1461. 16, ἴδε Reisk. ἐν τόπῳ.

English (Autenrieth)

(τελέω): unended, unaccomplished, fruitless; adv., without end, Od. 16.111.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτέλεστος, -ον) τελώ
1. ανεκτέλεστος
2. ασυμπλήρωτος
αρχ.-μσν.
ο αμύητος ή ο αβάπτιστος
αρχ.
1. ο χωρίς αποτέλεσμα, ο μάταιος, ο άσκοπος
2. ατέλειωτος, απέραντος
3. ακατόρθωτος
4. (για χώρα) ατελής, απαλλαγμένος από φορολογία.

Greek Monotonic

ἀτέλεστος: -ον (τελέω
I. αυτός που δεν έχει τέλος, αποτέλεσμα, άσκοπος, ανεκπλήρωτος, ακατόρθωτος, σε Όμηρ.
II. μη μυημένος στα μυστήρια, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Πλάτ.

Middle Liddell

τελέω
I. without end or issue, to no purpose, without effect, unaccomplished, Hom.
II. uninitiated in mysteries, c. gen., Eur.; absol., Plat.