προβλής

From LSJ
Revision as of 10:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλής Medium diacritics: προβλής Low diacritics: προβλής Capitals: ΠΡΟΒΛΗΣ
Transliteration A: problḗs Transliteration B: problēs Transliteration C: provlis Beta Code: problh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, thrown forward, jutting out, προβλῆτι σκοπέλῳ Il.2.396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16.407; στήλας τε προβλῆτας 12.259; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Od.5.405, cf. 10.89, 13.97, Archil.49 Diehl; προβλῆτες, without subst., forelands, headlands, S.Ph.936; τόν γε (sc. ποταμόν) εἴργουσιν π. Q.S.10.175: sg., Opp.H.5.252; π. ἔπαλξις, ἐρίπνα, AP5.293.3 (Agath.), 7.147 (Arch.); π. γενειάς Nonn. D. 15.8; προσώπου π. γένυς Ib.28.75; γναθμοῖς π. ὀδόντες ib.26.301: in later Prose, προβλῆτες λιμένων πύργοι LXX 4 Ma.13.6; λιμένες προβλῆσι λίθοις εἰς τὸ πέλαγος ἐξανεστηκότες Aristid.Or.25(43).3; ὀφρύες π. Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 712] ῆτος, vorgeworfen, vorspringend, hervorragend; προβλῆτι σκοπέλῳ, Il. 2, 396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος, 16, 407; ἀκταὶ προβλῆτες, neben σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405, vgl. 10, 89. 13, 97; auch στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, Il. 12, 259, vorn vorgesetzte Pfähle, Pallisaden; ὦ λιμένες, ὦ προβλῆτες, steile Ufer, Soph. Phil. 924 (vgl. auch προβολή); u. sp. D.: ὥς τις ἔπαλξις, Agath. 8 (V, 294); vgl. Archi. 18 (VII, 147); κατὰ προβλῆτος, Opp. Cyn. 5, 232, vgl. 2, 478; Qu. Sm. 10, 175.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
jeté ou placé en avant, qui s'avance en saillie.
Étymologie: προβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβλής -ῆτος [προβάλλω] als adj. vooruitstekend; ook als subst. kaap.

Russian (Dvoretsky)

προβλής: ῆτος adj.
1 выдающийся вперед, выступающий (σκόπελος, ἀκταί Hom.);
2 торчащий наружу (στήλη Hom.).
ῆτος ἡ (sc. πέτρα или ἀκτή) выступ, мыс Soph., Anth.

English (Autenrieth)

ῆτος (προβάλλω): projecting.

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, ἡ, ΜΑ
βλ. προβλήτα.

Greek Monotonic

προβλής: -ῆτος, ὁ, ἡ (προβάλλω), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· προβλῆτες, χωρίς ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προβλής: -ῆτος, ὁ, ἡ, προεκτεινόμενος, προέχων, ἐξέχων, προβλῆτι σκοπέλῳ Ἰλ. Β. 396· πέτρῃ ἐπὶ προβλῆτι Π. 407· στήλας τε προβλῆτας (ἴδε ἐν λέξ. στήλη) Μ. 259· ἔνθ’ ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Ὀδ. Ε. 405, πρβλ. Κ. 89, Ν. 97· ὡσαύτως προβλῆτες, ἄνευ οὐσιαστ., ἄκραι, ἀκρωτήρια, Σοφ. Φιλ. 936, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 10. 175, καὶ ἐν τῷ ἑνικ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 252· πρ. ἔπαλξις, ἐρίπνα, ὑπωρείη, κτλ., Ἀνθ. Π. 5. 294, 3., 7. 147, κτλ. ― Περὶ τοῦ πόντος προβλὴς ἐν Σοφ. Φιλ. 1455, ἴδε προβολὴ ΙΙ. 2 καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, προβάλλω
forestretching, jutting, Hom.: προβλῆτες, without Subst., forelands, headlands, Soph.

English (Woodhouse)

cape, headland

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ῆτος (=ἀκρωτήριο πού εἰσχωρεῖ μέσα στή θάλασσα). Ἀπό τό προβάλλωπρό + βάλλω.