Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιληπτικός

From LSJ
Revision as of 10:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιληπτικός Medium diacritics: περιληπτικός Low diacritics: περιληπτικός Capitals: ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perilēptikós Transliteration B: perilēptikos Transliteration C: periliptikos Beta Code: perilhptiko/s

English (LSJ)

περιληπτική, περιληπτικόν,
A that may be taken hold of, of loose skin, Arist.GA 719b6.
II comprehending, i.e. understanding, π. τρόπος Epicur. Nat.28.2. Adv. περιληπτικῶς = with comprehension, ib.7, prob. in Id.Ep.1p.6U.
2 comprehending, including (as the greater the less), τινος Plu. 2.428d, cf. 1003d, etc.; πάντων A.D.Synt.40.13 (v.l.), cf. 285.4; τὸ καθολικὸν π. τῶν ἐπὶ μέρους S.E.M.11.9, cf. 7.143: Comp. περιληπτικώτερος Procl.Inst.143: Sup.περιληπτικώτατος Id.in Prm.p.858S.; collective, ὄνομα D.T. 637.13, Hdn.Fig.p.87S., EM264.45; σχῆμα, in Rhet., Ulp.ad D.23.63.

German (Pape)

[Seite 582] ή, όν, zum Umfassen, Zusammennehmen geschickt, geneigt; Arist. gen. an. 1, 12; Plut. Bei den Gramm. = collectivus, ὀνόματα.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la propriété de comprendre, d'embrasser, gén..
Étymologie: περιλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

περιληπτικός:
1 могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться (δέρμα Arst.);
2 содержащий в себе, объемлющий (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);
3 грам. собирательный (ὄνομα).

Greek (Liddell-Scott)

περιληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος φύσις ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν εἶναι μηδὲ μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν ὄνομα Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. περίληψις. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιληπτικός, -ή, -ον, ΝΑ περιλαμβάνω
1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του
2. φρ. «περιληπτικό όνομα»
γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών όμοιων σε συγκροτημένη ενότητα και ως ενιαίο σύνολο προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις κόσμος, λαός, στρατός, οικογένεια κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, κατά παράβαση τών σχετικών συντακτικών κανόνων
νεοελλ.
1. (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει πολλά νοήματα
2. αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε περίληψη, βραχυλογικός («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)
αρχ.
1. ευνόητος, καταληπτός
2. αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει κάτι, περιεκτικός.
επίρρ...
περιληπτικώς / περιληπτικῶς, ΝΑ, και περιληπτικά Ν
με λίγα λόγια, κατά περίληψη, σε περίληψη.