ἰσόχρονος

From LSJ
Revision as of 10:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόχρονος Medium diacritics: ἰσόχρονος Low diacritics: ισόχρονος Capitals: ΙΣΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: isóchronos Transliteration B: isochronos Transliteration C: isochronos Beta Code: i)so/xronos

English (LSJ)

ἰσόχρονον,
A equal in period of revolution, οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες ἰσόχρονοί εἰσιν ἀλλήλων Eudox.Ars16.15; equal in period of maturity, cj. in Thphr. CP 1.18.3 (περισσόχρονος codd., παρισόχρονος Schneid., alternatively).
2 contemporary, Glossaria; τινος Vit. Theoc.
3 even, regular, σφυγμός Gal.8.830.
4 Adv. ἰσοχρόνως Eudox.Ars5.8, Gem.6.27, S.E.M.5.83, Ruf.Syn.Puls.3.
II Gramm., consisting of the same number of time-units, A.D.Synt.272.23, Hermog.Id.1.12, Aristid.Quint.1.23.

German (Pape)

[Seite 1268] gleich an Zeit, gleich alt, Theophr. u. Sp. – Auch adv., Sezt. Emp. adv. math. 6, 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égal en durée t. de gramm.
Étymologie: ἴσος, χρόνος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόχρονος: досл. имеющий одинаковую длительность, стих. равный по количеству.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόχρονος: -ον, ὁμόχρονος, σύγχρονος, ἐγένετο δὲ ὁ Θεόκριτος ἰσόχρονος τοῦ Ἀράτου Βίος Θεοκρίτου. ― Τὸ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 3, ἰσόχρονα κατὰ τὰς κινήσεις (κοιν. παρισόχρονα) ὁ Schneid. διώρθωσε περισσόχρονα. ― Ἐπίρρ. -νως Γεμῖν. 789D, Σέξτ. Ἐμπ. 743, 8. ΙΙ. παρὰ Γραμμ., ἔχων τὸν αὐτὸν χρόνον, ὁμόχρονος, Δράκ. 26, 13., 142, 24, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 257. ― Ἐν τῇ μετρικῇ: «ἰσόχρονος (στίχος)... ἐστὶν ὁ τὰ μεγέθη τῶν συλλαβῶν καὶ τοὺς πόδας ἀπὸ τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων τὰ αὐτὰ ἔχων, ἤγουν ἐξ ὅλων σπονδείων συγκείμενος ὡς τὸ (Ὀδ. Φ. 15): τὼ δ’ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν» Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 184, ἔκδ. Gaisf.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόχρονος, -ον)
1. αυτός που γίνεται κατά την ίδια χρονική στιγμή, σύγχρονος
2. αυτός που γίνεται κατά ίσα χρονικά διαστήματα
νεοελλ.
φρ. «ισόχρονη γραμμή» — νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα γεωγραφικά σημεία στα οποία αρχίζει να εκδηλώνεται καταιγίδα την ίδια ακριβώς ώρα
αρχ.
1. (για σφυγμό) κανονικός, ομαλός
2. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο χρόνο, ομόχρονος
3. φρ. «στίχος ἰσόχρονος» — στίχος που αποτελείται από όμοιους πόδες, ολοδάκτυλος, ολοσπόνδειος κ.λπ.
επίρρ...
ισοχρόνως και -α (ΑΜ ἰσοχρόνως)
1. κατα ίσα χρονικά διαστήματα
2. συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ομοιόχρονος, υστερόχρονος].