κώδεια
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
ἡ,
A head, ὁ δὲ φῆ, κώδειαν ἀνασχών Il.14.499; of plants, head, e.g. of garlic, bulb, Nic.Al.432; of the poppy, capsule, Gal. 12.73:—also κωδία, ἡ, dub. in Ar.Fr.117 (κώδυα Harp. Epit., κώδεια Suid.), f.l. for κώδεια in Poll.2.38, for κωδύα in Dsc.4.63 (pl.), Orib. 11 s.v. μικρὰ μήκων, for κώδυια in Arist.Pr.914b27; κώδειον or κυψέλ-ιον, Glossaria (cf. κώδυον); κωδίς, Hsch.; cf. κωδύα, κώδων ΙΙ.
II cup shaped like a poppy-head, in form κώδεα, Inscr.Délos298 A169 (pl.), 300 B13 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1540] ἡ, der Kopf, gew. der Mohnkopf, Et. M; Il. 14, 499; Nic. Al. 216; σκορόδοιο Nic. Al. 432.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
tête de pavot, d'oignon ; bulbe.
Étymologie: DELG inexpliqué.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κώδεια -ας, ἡ papaverbol.
Russian (Dvoretsky)
κώδεια: ἡ голова Hom.
Greek (Liddell-Scott)
κώδεια: ἡ, (κόττα) ἡ κεφαλή, ὁ δὲ φῆ, κώδειαν ἀνασχὼν Ἰλ. Ξ. 499· ἐπὶ φυτῶν, ἡ κεφαλὴ μήκωνος («παπαρούνας»), Νικ. Ἀλ. 432· οὕτω κωδία, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 166· καὶ ἐπὶ ἄλλων ὁμοίων φυτῶν, Θεοφρ., κτλ.· ὡσαύτως κωδίς, Ἡσύχ.· πρβλ. κωδύα, κώδων ΙΙ. ΙΙ. ἡ κωδία τῆς κλεψύδρας, ἡ κεφαλὴ αὐτῆς ἢ τὸ εὐρὺ αὐτῆς μέρος, Ἀριστ. Προβλ. 16. 8, 4.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κώδεια, ἡ (Α)
1. κεφάλι («ὁ δὲ φή κώδειαν ἀνασχών», Ομ. Ιλ.)
2. η κεφαλή ή ο βολβός ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. του σκόρδου
3. η κάψα ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. της παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως αρχικός τ. θεωρείται η λ. κώδυια
οι λ. συνδέονται πιθ. με τα κώδων και κῶος «σπηλιά, φυλακή»].
Greek Monotonic
κώδεια: ἡ, κεφάλι, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: head, bulb of garlic (Ξ 499, Nic.), κώδεα, -υια, -ύα, -ία (Delos, Att. inscr., Arist., Thphr.); also other plants and comparable objects.
Derivatives: κώδυον head of purse-tassels (Thphr.; as κάρυον: καρύη).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. After Scheftelowitz BB 28, 148 to κῶος hollow, prison; against Kalén Quaest. gramm. graecae 24, where also extensively on the diff. forms (κώδυια oldest form). To Lith. kuõdas crown of the head, bush of feathers (by Prellwitz wrongly compared with κώδεια) s. Fraenkel Wb. s. kuodẽlis. - Fur. 195, 198 Pre-Greek because of the variants; he compares words for cup, e.g. κώδων closk (s. v.), Etr. qutum. Cf. Beekes, FS Watkins (1998) 25f., Beekes, Pre-Greek, Suffixes sub -αι-/-ε(ι)-.
See also: Vgl. κώδων.
Middle Liddell
κώδεια, ἡ,
the head, Il. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
κώδεια: (Ξ 499, Nik. u. a.),
{kṓdeia}
Forms: κώδεα, -υια, -ύα, -ία (Delos, att. Inschr., Arist., Thphr. u. a.)
Grammar: f.
Meaning: Kopf des Mohns, auch auf andere Pflanzen und ähnl. Gegenstände übertr.,
Derivative: κώδυον Kopf der Träubelhyazinthe (Thphr.; wie κάρυον: καρύη).
Etymology: Unerklärt. Nach Scheftelowitz BB 28, 148 zu κῶος Höhle, Gefängnis; dagegen Kalén Quaest. gramm. graecae 24, wo auch ausführlich zu den verschiedenen Formen (κώδυια älteste Form). Zu lit. kuõdas Schopf, Federbusch (von Prellwitz fälschlich mit κώδεια verglichen) s. Fraenkel Wb. s. kuodẽlis. — Vgl. κώδων.
Page 2,59