περκάζω

From LSJ
Revision as of 10:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περκάζω Medium diacritics: περκάζω Low diacritics: περκάζω Capitals: ΠΕΡΚΑΖΩ
Transliteration A: perkázō Transliteration B: perkazō Transliteration C: perkazo Beta Code: perka/zw

English (LSJ)

(πέρκος
A = περκνός) become dark, turn dark, of grapes beginning to ripen, ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Chaerem. 12.2; ὅταν ἄρτι π. σταφυλή Thphr. HP 9.11.7, cf. Hymn.Is.168, LXX Am.9.13; ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες Thphr. CP 3.16.3, etc.; of olives, Gp.9.19.2; of flowers, Porph.VP44.
2 metaph., of young men, whose beard begins to darken their faces, Call.Lav.Pall. 76.
II Act., make dark-coloured, Dsc.5.2.

German (Pape)

[Seite 602] schwarzblau, dunkelfarbig werden, sich dunkel färben, bes. von den blauen Weintrauben u. den Oliven, die anfangen zu reisen und sich färben, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 f, Theophr. u. A., ὄμφακι περκάζοντι ἐοικώς, Plut. Symp. 3, 2, 1. – Auch übtr., ἄρτι γένεια περκάζων, Callim. Lav. Pall. 76, vom Jünglinge, dem das erste Barthaar wächst u. die Gesichtsfarbe dunkler macht. – Hesych. erklärt auch ποικίλλω.

French (Bailly abrégé)

devenir bleu foncé ou commencer à noircir, càd à mûrir en parl. de raisins, etc.
Étymologie: περκνός.

Russian (Dvoretsky)

περκάζω: чернеть, темнеть (ὄμφαξ περκάζων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περκάζω: μέλλ. -άσω, (πέρκος = περκνὸς) γίνομαι μέλας, «μαυρίζω», ἐπὶ τῶν σταφυλῶν ὅταν ἄρχωνται νὰ ὡριμάζωσιν, ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608F ὅταν ἤδη π. σταφυλὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 7· ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 3, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἐλαιῶν, Γεωπ. 9. 19, 2· ἐπὶ ἀνθέων, Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. 44· πρβλ. ὑποπερκάζω. 2) μεταφορ., ἐπὶ νεανίου, ἄρτι γένεια περκάζων, «μελαινόμενος ὑπὸ τῆς φύσεως τῶν τριχῶν», Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· πρβλ. σκιάζω. ΙΙ. δίδω εἴς τι μέλαν χρῶμα, Διοσκ. 5. 2. ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ ῥῆμα περκαίνω: «περκαίνειν· διαποικίλλεσθαι».

Greek Monolingual

ΜΑ
(για σταφύλια και ελιές) μαυρίζω ή παίρνω σκούρο χρώμα (α. «ὅταν ἤδη περκάζῃ σταφυλή», Θεόφρ.
β. «ὅταν τὰς ἐλαίας ἀρχομένας περκάζειν ἴδῃς», Γεωπ.)
αρχ.
1. δίνω σε κάτι μαύρο χρώμα, κάνω κάτι να μαυρίσει
2. (για έφηβο) σκουραίνει το πρόσωπό μου από την τριχοφυΐαἄρτι γένεια περκάζων», Καλλίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. περκνός.