κωλῆ

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῆ Medium diacritics: κωλῆ Low diacritics: κωλή Capitals: ΚΩΛΗ
Transliteration A: kōlē̂ Transliteration B: kōlē Transliteration C: koli Beta Code: kwlh=

English (LSJ)

ἡ, contr. from κωλέα, which occurs in Anaxipp.1.38, LXX 1 Ki.9.24: κωλία (v. κωλίαν) is a dialectal form: (κῶλον):—
A thighbone with the flesh on it, ham, especially of a swine, Ar.Pl.1128, Fr.224, X. Cyn.50.30, Pl.Com.17(pl.), Amips.7; ἐρίφου Xenoph.6.1; βοὸς κ. Luc.Lex.6; the portion of the priestess at a sacrifice, IG22.1361.5, SIG1015.10 (Halic.), etc.
II membrum virile, Ar.Nu.989, 1019.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
v. κωλέα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωλῆ -ῆς, ἡ [κῶλον] dijbeen, ham:; οἴμοι δὲ τῆς κωλῆς ἣν εγὼ κατήσθιον zonde van de ham die ik placht te eten Aristoph. Pl. 1128; seks. lid, penis:. τὴν ἀσπίδα τῆς κωλῆς προέχων met het schild voor zijn lid Aristoph. Nub. 989.

German (Pape)

ἡ, zusammengezogen aus κωλέα.

Russian (Dvoretsky)

κωλῆ:
1 бедро, окорок Arph., Luc.;
2 membrum virile Arph.

Greek Monolingual

κωλῆ, και ασυναίρ. τ. κωλέα, και διαλ. τ. κωλία, ἡ (Α) κώλον
1. οστό μηρού μαζί με τη σάρκα, μπούτι, κυρίως χοίρου, χοιρομέριοἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», Αριστοφ.)
2. το μερίδιο ιέρειας σε θυσία
3. το ανδρικό μόριο
4. (κατά τον Ησύχ.) (ο ασυναίρ. τ.) κωλέα
«ἀγκαλίς, δέσμη χόρτου».

Greek Monotonic

κωλῆ: ἡ (κῶλον), το οστό του μηρού μαζί με τη σάρκα, γλουτός, ιδίως, λέγεται για το γουρούνι, σε Αριστοφ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῆ: ἡ συνῃρ. ἐκ τοῦ κωλέα, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ἀναξίππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 38· (κῶλον)· ― ὀστοῦν τοῦ μηροῦ μετὰ σαρκὸς ἐπ’ αὐτοῦ, Τουρκ. «μποῦτι», κυρίως χοίρειον, «χοιρομέρι», Ἀρι. Πλ. 1128, Ἀποσπ. 5, Ξεν. Κυν. 50, 30, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 368D· ἐρίφων Ξενοφάν. 5. 1· βοὸς κ. Λουκ. Λεξιφ. 6· τὸ μερίδιον ἱερείας ἐν θυσίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 10. ― Συνών. τύποι εἶναι: κωλεός, κωλήν, πρβλ. κώληψ· τὸ κωλία παρ’ Ἡσύχ. εἶναι πιθ. Βοιωτ., ἴδε Schmidt. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, ψωλή, πυγὴν μικράν, κωλὴν μεγάλην Ἀριστοφ. Νεφ. 1018, πρβλ. 989.

Middle Liddell

κῶλον
the thigh-bone with the flesh on it, the ham, especially of a swine, Ar., Xen.

English (Woodhouse)

joint of meat, hind quarters, hindquarters of an animal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)