καθιζάνω
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
English (LSJ)
Aeol. κατισδάνω Sapph.Supp.19.5, irreg. impf. ἐκαθίζανον (παρ-) IG22.1011.22(ii B.C.):—sit down, θῶκόνδε καθίζανον they went to the council and took their seats, Od.5.3; μάντις ἐς θρόνους κ. A.Eu.29; παρά τινα Polyaen.8.64: abs., σὺ δὲ καθίζανε Pherecr.172; of bees, birds, etc., settle, perch, μέλιτταν ἐφ' ἅπαντα βλαστήματα καθιζάνουσαν Isoc.1.52, cf. Arist.HA601a7; ἐπὶ δονάκων, πέτραις, ib. 593b10, 619b8.
German (Pape)
[Seite 1285] if, ἱζάνω), sich setzen, sich niederlassen; θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον Od. 5, 3; εἰς θρόνους Aesch. Eum. 29; ἡ μέλιττα ἐφ' ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr. 1, 52; eben so construirt Arist. H. A. 8, 17; παρά τινα Polyaen. 8, 64.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. épq. καθίζανον;
s'asseoir, se poser.
Étymologie: κατά, ἱζάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθιζάνω [καθίζω] praes. en imperf. καθίζανον, Aeol. praes. 3 sing. κατισδάνει, (gaan) zitten.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθιζάνω: (ζᾰ)
1 садиться, усаживаться (θῶκόνδε Hom.; εἰς θρόνους Aesch.);
2 (о пчелах, птицах) садиться, опускаться (ἐφ᾽ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὶ τῶν δονάκων, ἐπὶ πέτρας Arst.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(Α καθιζάνω, αιολ. τ. κατισδάνω)
νεοελλ.
1. γεωλ. (για εδάφη) υποχωρώ προς τα κάτω, υφίσταμαι καθίζηση, καθίζω, κατολισθαίνω, βουλιάζω
2. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακαθίζω, κατέρχομαι στον πυθμένα ως ίζημα
αρχ.
κάθομαι, καθίζω («οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱζάνω, επαυξημένος τ. του ἵζω «κάθομαι»].
Greek Monotonic
καθιζάνω: [ᾰ], κάθομαι, θῶκόνδε καθίζανον, προσέρχονταν στο συμβούλιο και κατελάμβαναν, κάθονταν στις θέσεις τους, σε Ομήρ. Οδ.· μάντις ἐς θρόνους, κ., σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
καθιζάνω: καθίζω, κάθημαι, οἱ δὲ θεοὶ θωκόνδε καθίζανον, ἐλάμβανον τὰς θέσεις των εἰς τὸ συνέδριον, Ὀδ. Ε. 3· μάντις ἐς θρόνους καθιζάνω Αἰσχύλ. Εὐμ. 29· καθ. ἐπί τι Ἰσοκρ. 13Β. ἐπί τινος ἢ τινι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 32, 12· παρά τινα Πολύαιν. 8. 64 ἀπολ., οὐ δὲ καθίζανε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 92. - Πρβλ. καθίζω.
Middle Liddell
to sit down, θῶκόνδε καθίζανον they went to the council and took their seats, Od.; μάντις ἐς θρόνους κ. Aesch.