λιχνεύω

From LSJ
Revision as of 10:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχνεύω Medium diacritics: λιχνεύω Low diacritics: λιχνεύω Capitals: ΛΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: lichneúō Transliteration B: lichneuō Transliteration C: lichneyo Beta Code: lixneu/w

English (LSJ)

A gormandize, περὶ τὰς πέτρας Luc.Pisc.48, cf. Arr.Epict.2.4.8, Plu.2.713c.
II desire greedily, covet, τὰ δημόσια D.H.8.73; δόξαν Plu. Comp.Dem.Cic.2:—Med., desire eagerly to do, c. inf., Id.2.347a; to be greedy, λ. εἰς ὅρασιν Lib.Descr.30.3: c. gen., σαρκὸς ἀνθρωπείου λ. Sch.Il.Oxy.221 ix 35:—Pass., to be lusted after, Nic.Dam. 1 J. codd. (dub.).

French (Bailly abrégé)

lécher ; fig. être avide de, convoiter, acc.;
Moy. λιχνεύομαι m. sign. ; avec l'inf. : être avide de faire qch.
Étymologie: λίχνος.

German (Pape)

belecken, benaschen, Suid.; λιχνεύων περὶ τὰς πέτρας Luc. Pisc. 48.
Med. lecker, ein Leckermaul sein, auch lüstern nach Etwas sein; Plut. sagt von Thucydides ἐκπληκτικὰ καὶ ταρακτικὰ πάθη τοῖς ἀναγινώσκουσιν ἐνεργάσασθαι λιχνευόμενος, glor. Athen. 3.

Russian (Dvoretsky)

λιχνεύω:
1 лизать, облизывать (περί τι Luc.);
2 слизывать (ὄψον Plut.);
3 страстно желать, стремиться, добиваться (τὴν ἀπὸ τοῦ λόγου δόξαν, med. ἐνεργάσασθαί τινί τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λιχνεύω: (λίχνος) λείχω, λ. περὶ τὰς πέτρας Λουκ. Ἁλ. 48. ΙΙ. λείχω ἐντελῶς, ὄψον Πλούτ. 2. 713C· - μεταφ., λαιμάργως ἐπιθυμῶ, τὰ δημόσια μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. Ἁλ.· δόξαν Πλουτ. Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 2· - Μέσ., ἐπιποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 347Α· εἶμαι λαίμαργος, λ. εἴς τι Λιβάν. 1069. 11· περί τι Συνέσ. 90Α.

Greek Monolingual

(AM λιχνεύω) λίχνος
επιθυμώ να φάω εκλεκτά, ορεκτικά φαγητά, λειχουδεύομαι
μσν.-αρχ.
μτφ. επιθυμώ σφοδρά, ορέγομαι, υπερεπιθυμώ («ἀγαπᾱν δ' ἀγεννές καὶ λιχνεύειν τὴν ἀπὸ τοῦ λόγου δόξαν», Πλούτ.)
αρχ.
1. τρώω λαίμαργα, είμαι λειχούδης
2. λείχω, γλείφω.

Greek Monotonic

λιχνεύω: (λίχνος
I. γλείφω, σε Λουκ.
II. γλείφω εντελώς· μεταφ., επιθυμώ σφόδρα, ποθώ, δόξαν, σε Πλούτ.

Middle Liddell

λιχνεύω, λίχνος
I. to lick, Luc.
II. to lick up:— metaph. to desire greedily, covet, δόξαν Plut.