λεχώ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
όος, contr. οῦς, Cyrenaic gen. λεχός Berl.Sitzb.1927.166, dat. λεχοῖ ib.158, IG5(1).713, al. (Sparta), λεκχοῖ Schwyzer323 D13 (Delph., v/iv B.C.): ἡ: (λέχος):—woman in childbed or one who has just given birth, E.El.652, 654, 1108, A Ec.530, Sor.1.77, etc.; of an animal, Opp.C.3.208: pl. λεχοί Orph.H.2.10; acc. pl. λεχούς Sch. A.R.2.1010 (cod. Par.).
German (Pape)
[Seite 37] οῦς, ἡ, die im Bette Liegende, bes. die Kindbetterinn, λεχώ μ' ἀπάγγελλ' οὖσαν ἄρσενος τόκῳ, Eur. El. 652. 1108; Ar. Eccl. 530 u. sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 208; δράκοντος ἔντοκος, Lycophr. 1185. Sprichwörtlich λεχὼ λέαιναν καὶ κακὸς κύων φοβεῖ; Paroemiogr. App. 3, 63.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
femme qui accouche.
Étymologie: R. Λεχ, v. λέγω¹.
Russian (Dvoretsky)
λεχώ: οῦς ἡ λέγω 1] родильница Eur., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λεχώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, (λέχος) ὡς καὶ νῦν ἡ προσφάτως τετοκυῖα, κοινῶς «λεχοῦσα» ἢ «λεχώνα», Λατ. puerpera Εὐρ. Ἠλ. 652, 654, 1108, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 530, κτλ.· ἐπὶ ζῴου, Ὀππ. Κυν. 3. 208· - πληθ. λεχοί, Ὀρφ. Ὕμ. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1010 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 227, 228.
Greek Monolingual
η (Α λεχῶ, -οῦς)
βλ. λεχώνα.
Greek Monotonic
λεχώ: -όος, συνηρ. λεχοῦς, ἡ (λέχος), λεχώνα, γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει, Λατ. puerpera, σε Ευρ.
Middle Liddell
λέχος
a woman in childbed, or one who has just given birth, Lat. puerpera, Eur.
English (Woodhouse)
a woman who has just been in childbirth, a woman who has just been in travail, woman who has just been in labour
Mantoulidis Etymological
ἡ (=λεχώνα). Ἀπό τό λέγω (1.=κοιμίζω), ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.