προτακτικός

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτακτικός Medium diacritics: προτακτικός Low diacritics: προτακτικός Capitals: ΠΡΟΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: protaktikós Transliteration B: protaktikos Transliteration C: protaktikos Beta Code: protaktiko/s

English (LSJ)

προτακτική, προτακτικόν, used as prefix, φωνήεντα D.T.631.7; στοιχεῖα, συλλαβή, A.D.Synt.7.5,7; σύνδεσμος, opp. ὑποτακτικός, ib.306.6; ἄρθρον π. the prepositive article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. Synt.306.15; π. θέσις A.D.Adv.180.7. Adv. προτακτκῶς, opp. ὑποτακτικῶς, Id.Synt.227.15, cf.Syrian.in Metaph.164.22.

German (Pape)

[Seite 790] ή, όν, vorausstellend, voranzusetzen, Sp.; ἄρθρον προτακτικόν, bei den Gramm., articulus praepositivus, ὁ, ἡ, τό.

French (Bailly abrégé)

ή, ον :
qu'on place devant ; t. de gramm. τὸ προτακτικὸν ἄρθρον l'article antéposé, càd l'article défini ὁ, ἡ, τό.
Étymologie: προτάσσω.

Russian (Dvoretsky)

προτακτικός: грам. предшествующий, ставящийся впереди: τὸ ἄρθρον προτακτικόν грамматический член.

Greek (Liddell-Scott)

προτακτικός: -ή, -όν, ὁ προτασσόμενος, φωνήεντα (α, ε, η, ο, ω), διότι ἀποτελοῦσι τὸ πρῶτον γράμμα τῶν διφθόγγων, Διον. Θρᾷξ 631. 6· ἄρθρον προτ., τὸ προτασσόμενον ἄρθρον ὁ, ἡ, τό, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 301. ― Ἐπίρρ. προτακτικῶς Ἀπολλ. Δ. Συντ. 227. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προτακτικός, -ή, -όν, ΝΑ προτάσσω
1. προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική συλλαβή» β. «προτακτικός σύνδεσμος» γ. «προτακτικό φωνήεν» — το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε αντιδιαστολή προς το δεύτερο, που λέγεται υποτακτικό)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προτακτικά
γραμμ. τα γλωσσικά στοιχεία, φωνήεντα ή ονόματα, που τίθενται μπροστά από ορισμένες λέξεις χωρίς να επηρεάζουν την κλίση ή να μεταβάλλουν τη σημασία τους
2. φρ. α) «προτακτικά φωνήεντα»
γραμμ. τα φωνήεντα που αναπτύσσονται στην αρχή μιας λέξης χωρίς να αλλάζουν το νόημά της, όπως λ, χ. βδέλλα αβδέλλα, σκιά - ήσκιος
β) «προτακτικά ονόματα» — ορισμένοι συγκεκομμένοι τύποι ή τύποι της αιτιατικής τών κοινών ουσιαστικών και επιθέτων που τίθενται άκλιτα πριν από κύρια ή κοινά ονόματα, όπως λ.χ. αϊ - Γιώργης, μαστρο- Γιάννης, μπαρμπα-Πέτρος.
επίρρ...
προτακτικῶς Α
κατά τρόπο προτακτικό, κατά πρόταξη.