κομιστέος
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
α, ον,
A to be gathered in, καρπὸς οὐ κ. A.Th.600.
II κομιστέον, one must bring, νέους εἰς δείματα κ. Pl.R. 413d.
2 one must carry, Dsc.2.76.6.
3 one must remove, draw off, τὸ οὖρον διὰ τοῦ καθετῆρος Sor.2.59, cf.87.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de κομίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομιστέος -α -ον, adj. verb. van κομίζω, op te halen:; καρπὸς οὐ κομιστέος de oogst moet niet opgehaald worden Aeschl. Sept. 600; n. onpers. -έον er moet gebracht worden.
Greek Monotonic
κομιστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός για τον οποίο πρέπει να φροντίσει κάποιος, αυτός που πρέπει να συγκεντρωθεί από κάποιον, σε Αισχύλ.
II. κομιστέον, αυτό που πρέπει να μεταφερθεί, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κομιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθετον τοῦ κομίζω, περὶ οὗ πρέπει τις νὰ φροντίσῃ, ὃν πρέπει τις νὰ συγκομίση, Αἰσχύλ. Θήβ. 600. 2) ὃν πρέπει τις νὰ φέρῃ, Διοσκ. 2. 89. ΙΙ. κομιστέον, πρέπει τις νὰ φέρῃ, νέους εἰς δείματα κ. Πλάτ. Πολ. 413D.
Middle Liddell
κομιστέος, η, ον verb. adj.]
I. to be taken care of, to be gathered in, Aesch.
II. κομιστέον, one must bring, Plat.