ὑπερζέω

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερζέω Medium diacritics: ὑπερζέω Low diacritics: υπερζέω Capitals: ΥΠΕΡΖΕΩ
Transliteration A: hyperzéō Transliteration B: hyperzeō Transliteration C: yperzeo Beta Code: u(perze/w

English (LSJ)

A boil over, Id.GA753a33, Pr.936a37, PHolm.18.23: metaph., ἁνὴρ παφλάζει.. ὑπερζέων Ar.Eq.920 (lyr.); τὰ παιδία ὑ. τῷ πάθει Arist.Pr.861b8; of anger, Eun.Hist.p.240 D.; φύσιν.. ἐν αὑτῇ οἷον ὑπερζέουσαν ζωῇ Plot.6.5.12.
2 ferment thoroughly, Dsc.5.7, Herod.Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 1195] (s. ζέΕω), übermäßig kochen, überkochen, Ar. Equ. 917 u. Sp., wie Luc. de dips. 1.

French (Bailly abrégé)

1 bouillir trop ou très fort ; fig. bouillonner (de colère, etc.);
2 être ardent en parl. du soleil.
Étymologie: ὑπέρ, ζέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερζέω:
1 кипеть, выкипать Arst.;
2 перен. кипеть, вскипать, волноваться Arph., Arst.;
3 быть раскаленным, горячим (ἡ φάμμος ὑπερζέουσα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερζέω: μέλλ. -ζέσω, ὑπερμέτρως ζέω, «παραβράζω», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 18, Πρβλ. 24. 6· μεταφορ., ἀνὴρ παφλάζει... ὑπερζέων Ἀριστοφ. Ἱππ. 920· τὰ παιδία ὑπερζ. τῷ πάθει Ἀριστ. Προβλ. 1. 19· ὑπ. ὀργῇ εἴς τινα Βυζ.

Greek Monolingual

Α
1. βράζω πάρα πολύ, παραβράζω
2. μτφ. α) (για τον ήλιο) καίω από ψηλά
β) βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ζέω «βράζω, κοχλάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερζέω: μέλ. -ζέσω, παραβράζω, ξεχειλίζω· μεταφ., λέγεται για άνδρα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -ζέσω
to boil over: metaph., of a man, Ar.