πτώξ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
ὁ, gen. πτωκός, (πτώσσω)
A cowering animal, i.e. hare, Il.17.676, Thphr. HP 4.3.5, Theoc.1.110; also πτῶκα λαγωόν Il.22.310, cf. Babr.102.10: metaph. of a person, A.Eu.326.
II as adjective, cowering, πτῶκα δ' ἐν κλόνῳ δορός Lyc.944.
French (Bailly abrégé)
πτωκός (ὁ, ἡ)
1 timide, peureux ; ὁ πτώξ, lièvre, animal;
2 fuyard, fugitif.
Étymologie: R. Πτακ, se blottir ; cf. πτώσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτώξ -ωκός [~ πτήσσω] schuw:; πτῶκα λαγωόν een schuwe haas Il. 22.310; subst. haas; overdr. van pers.. τόνδ’... πτῶκα deze vluchtende haas (Orestes) Aeschl. Eum. 326.
German (Pape)
πτωκός, ὁ, ἡ, scheu, schüchtern (vgl. πτώσσω), Beiwort des Hasen, λαγωός, Il. 22.310, der auch allein πτώξ heißt, 17.676; und so sp.D., wie Bian. 2 (IX.217), Philp. 16 (VI.92), flüchtig, Flüchtling, Aesch. Eum. 315.
Russian (Dvoretsky)
πτώξ: πτωκός adj. пугливый, боязливый, робкий (λαγωός Hom.).
πτωκός ὁ
1 заяц Hom., Anth.;
2 беглец Aesch.
English (Autenrieth)
πτωκός (πτώσσω): timid, epithet of the hare, Il. 22.310; as subst., hare, Il. 17.676.
Greek Monolingual
-ωκός, ὁ, ἡ, και ποιητ. τ. πτάξ, -ακός, Α
1. (ως επίθ. του λαγού) αυτός που μαζεύεται από τον φόβο («ἁρπάξων ἤ ἄρν΄ ἀμαλὴν ἤ πτῶκα λαγωόν», Ομ. Ιλ.)
2. ως ουσ. ο λαγός («καὶ πτῶκας βάλλει καὶ θηρία πάντα διώκει», Θεοκρ.)
3. δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πτώξ/πτάξ έχει σχηματιστεί από πτω-/πτᾰ (βλ. λ. πτήσσω) με ουρανικό ένθημα -κ- και κατάλ. -ς. Η λ. πτώξ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον λαγό, ο οποίος θεωρείται ότι τρομάζει εύκολα και μαζεύεται από τον φόβο του].
Greek Monotonic
πτώξ: ὁ, γεν. πτωκός, (πτώσσω) όπως το πτάξ, φοβισμένο ζώο, δηλ. λαγός, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· επίσης, πτῶκα λαγῳόν (με δύο ουσ. να συνάπτονται, όπως στα ἴρηξ κίρκος, σῦς κάπρος), σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πτώξ: γενικ. πτωκὸς (πτώσσω) ὡς τὸ πτάξ, ὁ πτώσσων, ὁ μετὰ φόβου συστελλόμενος, ὁ λαγός, Ἰλ. Ρ. 676, πρβλ. Θεόκρ. 1. 110· ὡσαύτως, πτῶκα λαγωὸν (ἔνθα συνάπτονται δύο οὐσιαστικά, ὡς ἐν τῷ ἴρηξ κίρκος, σῦς κάπρος), Ἰλ. Χ. 310, πρβλ. Βαβρ. 102. 10· μεταφορ., ἐπὶ προσώπου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 325. II. ὡς ἐπίθετον, δειλός, πτῶκα δ’ ἐν κλόνῳ δορὸς Λυκόφρ. 944. - Ποιητ. λέξ. ἀντὶ τοῦ λαγώς.
Frisk Etymological English
-κός
Grammatical information: m.
Meaning: hare (P 676, Thphr., Theoc.), attribut. to λαγωός (Χ 310, Babr.), of Orestes seeking refuge (A. Eu. 326), of a coward (Lyc. 944).
Compounds: As 2. member in πολυ-, ἀ-πτώξ with many resp. without hares (Call., Hdn. Gr.).
Derivatives: πτωκάς, -άδος f. adjunct of αἴθυιαι (Hom. Epigr.), of κύπειρος (Simm.), as subst. referring to birds (S. Ph. 1093).
Origin: IE [Indo-European] [825] *pteh₂-k- duck away, shy
Etymology: Prop. "who ducks away, the shy" as nom. agentis beside πτώσσω, πτήσσω; this meaning still filters through in πτωκάς and is also for πτώξ now and then (e.g. Χ 310) possible. To a broader use of πτώξ point also the many explanations in H.: πτῶκες δειλοί, λαγωοί, δορκάδες, ἔλαφοι, νεβροί. -- S. πτήσσω; cf. also πτάκα and πτωχός.
Middle Liddell
πτώσσω like πτάξ
the cowering animal, i. e. the hare, Il., Theocr.; also, πτῶκα λαγῷον (the two Substs. being joined, as in ἴρηξ κίρκος, σῦς κάπροσ), Il.
Frisk Etymology German
πτώξ: -κός
{ptṓks}
Grammar: m.
Meaning: Hase (P 676, Thphr., Theok.), attributivisch zu λαγωός (Χ 310, Babr.), vom schutzflehenden Orestes (A. Eu. 326), von einem Feigling (Lyk. 944).
Composita: Als Hinterglied in πολυ-, ἀπτώξ ‘mit vielen bzw. ohne Hasen’ (Kall., Hdn. Gr.).
Derivative: Davon πτωκάς, -άδος f. Beiw. von αἴθυιαι (Hom. Epigr.), von κύπειρος (Simm.), als Subst. auf Vögel bezogen (S. Ph. 1093).
Etymology: Eig. "der sich duckende, der schüchterne" als Nom. agentis neben πτώσσω, πτήσσω; diese Bed. schimmert noch bei πτωκάς durch und ist auch für πτώξ mitunter (z.B. Χ 310) denkbar. Auf eine weitere Verwendung von πτώξ lassen auch die vielen Erklärungen bei H. schließen: πτῶκες· δειλοί, λαγωοί, δορκάδες, ἔλαφοι, νεβροί. — S. πτήσσω; vgl. auch πτάκα und πτωχός.
Page 2,618