προοδεύω

From LSJ
Revision as of 10:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοδεύω Medium diacritics: προοδεύω Low diacritics: προοδεύω Capitals: ΠΡΟΟΔΕΥΩ
Transliteration A: proodeúō Transliteration B: proodeuō Transliteration C: proodeyo Beta Code: proodeu/w

English (LSJ)

walk first, App.BC4.43; travel before, Luc.Herm.73; emanate, prob. in Iamb.VP17.74; προοδεύει τι τῶν ἐντέρων the patient has a slight motion of the bowels, Paul.Aeg.3.71: metaph. in fut. Med., -εύσονται εἰς ἄπειρον will go on ad infinitum, Alex.Aphr. in Metaph.288.24.

German (Pape)

[Seite 737] voranreisen, Luc. Hermot. 73.

French (Bailly abrégé)

cheminer devant.
Étymologie: πρό, ὁδεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-οδεύω van tevoren reizen.

Russian (Dvoretsky)

προοδεύω: шествовать раньше или впереди: ἀκολουθεῖν τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Luc. идти по следам ранее прошедших.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πρόοδος
οδεύω, βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ
νεοελλ.
1. προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προκόβω (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα παιδιά του προόδευσαν στα γράμματα»)
2. (με κακή σημ.) οπισθοδρομώ, χειροτερεύω («στα στήθη η θλίψη σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)
μσν.
1. (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει πρώτα
2. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προωδευμένα
αυτά που έχει περάσει κανείς, όσα έχει υποστεί
μσν.-αρχ.
προηγούμαι σε πορεία, προπορεύομαι (α. «ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.
β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)
αρχ.
εκπορεύομαι εκπηγάζω.

Greek Monotonic

προοδεύω: μέλ. -σω, ταξιδεύω από πριν, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προοδεύω: προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β.

Middle Liddell

fut. σω
to travel before, Luc.