ἀποβώμιος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἀποβώμιον,
A far from an altar, godless, Κύκλωψ E.Cyc.365.
II in Eust.1720.28, literally, not offered on an altar, but on the ground.
2 not suitable for an offering, IG5(2).403 (Lusi, dub.).
Spanish (DGE)
-ον
1 ajeno a los altares, impío Κύκλωψ E.Cyc.365.
2 que no se ofrece sobre un altar sino en el suelo, de sacrificios, Hsch., Eust.1720.28.
3 no apropiado para un sacrificio, IG 5(2).403.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tient à l'écart des autels, impie, profane.
Étymologie: ἀπό, βωμός.
German (Pape)
fern vom Altare, gottlos, Κύκλωψ Eur. Cycl. 365.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβώμιος: чуждый алтарям, т. е. нечестивый (Κύκλωψ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβώμιος: -ον, μακρὰν βωμοῦ, ἀσεβής, «ἄθεος» (Ἡσύχ.), ἀποβώμιος ἂν ἔχει θυσίαν Κύκλωψ Αἰτναῖος Εὐρ. Κύκλ. 366. II. Παρ’ Εύστ. 1720, 28, κυριολεκτικῶς, «ἀποβώμια … ἱερὰ ὧν οὐκ ἐπὶ βωμοῦ ὁ καθαγισμὸς ἀλλ’ ἐπὶ ἐδάφους».
Greek Monolingual
ἀποβώμιος, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τἀ ἀποβώμια
ιερά των οποίων ο καθαγιασμός γίνεται επί του εδάφους και όχι πάνω σε βωμό
αρχ.
ασεβής, άθρησκος.
Greek Monotonic
ἀποβώμιος: -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται μακριά από το βωμό, ασεβής, άθεος, σε Ευρ.