ξυλοκοπέω
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
A cut wood, make a clearance, PLille 5.24 (iii B. C.).
II beat with a stick, cudgel, of the Roman fustuarium, Plb. 6.37.1 (Pass.), 6.38.1: generally, Arr.Epict.3.7.33:—Pass., ib.4.4.37, POxy.706.13 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 281] mit dem Stocke schlagen, Pol. 6, 38, 1; auch pass., 6, 37; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
frapper avec un morceau de bois, bâtonner.
Étymologie: ξυλοκόπος.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλοκοπέω: бить палкой Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκοπέω: κτυπῶ διὰ ξύλου, «ξυλοκοπῶ», δέρω, Πολύβ. 6. 37, 1. 38, 1.
Greek Monotonic
ξῠλοκοπέω: χτυπώ με ξύλο, με ραβδί, ραβδίζω, ξυλοκοπώ, δέρνω, σε Πολύβ.
Middle Liddell
ξῠλοκοπέω,
to beat with a stick, cudgel, Polyb.
Greek Monolingual
-άω (Α ξυλοκοπῶ, ξυλοκοπέω) ξυλοκόπος
1. δέρνω κάποιον χρησιμοποιώντας ξύλο, ξυλίζω, ξυλοφορτώνω, ραβδίζω («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῖται», Πολ.)
2. δέρνω κάποιον ανηλεώς
αρχ.
κόβω ξύλα, ιδίως από δάσος.