καταδέρκομαι

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδέρκομαι Medium diacritics: καταδέρκομαι Low diacritics: καταδέρκομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΕΡΚΟΜΑΙ
Transliteration A: katadérkomai Transliteration B: kataderkomai Transliteration C: kataderkomai Beta Code: katade/rkomai

English (LSJ)

aor.1 κατεδέρχθην S.Tr.999 (anap.): aor. 2 κατέδρᾰκον Opp.H.1.10 (tm.):—poet. for καθοράω, look down upon, αὐτοὺς Ἠέλιος… καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν Od.11.16; μανίας ἄνθος καταδερχθῆναι S.l.c., cf. Lyr.Adesp.87; ἐπὶ Χθόνα κ. ἀκτίνεσσι h.Cer.70.

German (Pape)

[Seite 1345] (s. δέρκομαι), herabsehen, herabschauen, οὐδέ ποτ' αὐτοὺς Ἠέλιος καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν Od. 11, 16, er schau't mit den Strahlen nicht auf sie herab, erblickt sie nicht; πᾶσαν ἐπὶ χθόνα H. h. Cer. 70; μανίας ἄνθος καταδερχθείς Soph. Tr. 995; sp. D., wie Man. 6, 284; κατὰ δ' ἔδρακον Opp. Hal. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

f. καταδέρξομαι, ao. κατεδέρχθην;
regarder d'en haut.
Étymologie: κατά, δέρκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δέρκομαι, poët. neerkijken op.

Russian (Dvoretsky)

καταδέρκομαι: (aor. 1 κατεδέρχθην; эп. 2 л. sing. praes. καταδέρκεαι) сверху смотреть, взирать, созерцать, озирать (ποτί τινα Hom.; Κιμμερίους, ἐπὶ χθόνα καὶ κατὰ πόντον HH; μανίας ἄνθος Soph.).

English (Autenrieth)

look down upon, Od. 11.16†.

English (Slater)

καταδέρκομαι behold c. acc. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν (N. 4.23)

Greek Monolingual

καταδέρκομαι (Α)
βλέπω από ψηλά, αγναντεύωἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»].

Greek Monotonic

καταδέρκομαι: αόρ. αʹ κατεδέρχθην· αποθ.· κοιτώ προς τα κάτω, επάνω σε, ρίχνω το βλέμμα μου επάνω σε, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταδέρκομαι: ἀόρ: α' κατεδέρχθην Σοφ.: ἀόρ. β' κατέδρᾰκον Ὀππ. Ἁλ. 1. 10· ἀποθ. Ποιητ. ἀντὶ καθοράω, αὐτοὺς Ἠέλιος… καταδέρκεται ἀκτίνεσσι Ὀδ. Λ. 16· μανὶας ἄνθος καταδερχθῆναι Σοφ. Τρ. 1000, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 661· ὡσαύτως, ἐπὶ χθόνα καὶ κατὰ πόντον αἰθέρος ἐκ δίης καταδέρκεαι ἀκτίνεσσι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 70.

Middle Liddell

aor1 κατεδέρχθην
Dep.:— to look down upon, Od., Soph.