ἀλωπεκίς

From LSJ
Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωπεκίς Medium diacritics: ἀλωπεκίς Low diacritics: αλωπεκίς Capitals: ΑΛΩΠΕΚΙΣ
Transliteration A: alōpekís Transliteration B: alōpekis Transliteration C: alopekis Beta Code: a)lwpeki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A mongrel between fox and dog, = κυναλώπηξ, X.Cyn.3.1.
II fox-skin cap, X.An. 7.4.4.
III kind of grape, so-called from its colour, Plin.HN 14.42.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 tipo de perro laconio que por su aspecto se consideraba producto del cruce entre perro y zorro, X.Cyn.3.1, Hsch., EM 988.
2 alopecis cierta clase de uva, Plin.HN 14.42.

German (Pape)

[Seite 113] ίδος, ἡ, 1) ein Bastard von Fuchs und Hund, Xen. Cyn. 3, 1; Poll. 5, 38. – 2) ein Fuchsbalg, Fuchsfell, als Kopfbedeckung bei den Thrakern, Xen. Anab. 7, 4, 4. – 3) eine Art Weinstöcke, Plin. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
casquette en peau de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλωπεκίς: ίδος (ᾰ) ἡ
1 лисья шапка (у фракийцев) Xen.;
2 помесь лисы с собакой Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ, νόθον ζῷον μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = κυναλώπηξ, Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. εἶδος ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9.

Greek Monolingual

ἀλωπεκὶς (-ίδος), η (Α)
1. νόθο γέννημα από σκύλο και αλεπού (αλλιώς κυναλώπηξ)
2. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες
3. είδος αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το σχήμα της ουράς αλεπούς, αλεπίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίς].

Greek Monotonic

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ I. = κυναλώπηξ, σε Ξεν.
II. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, στον ίδ.

Middle Liddell


I. = κυναλώπηξ, Xen.
II. a foxskin cap, Xen.

English (Woodhouse)

cap of fox-skin, fox-cub

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)