προσίκτωρ

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσίκτωρ Medium diacritics: προσίκτωρ Low diacritics: προσίκτωρ Capitals: ΠΡΟΣΙΚΤΩΡ
Transliteration A: prosíktōr Transliteration B: prosiktōr Transliteration C: prosiktor Beta Code: prosi/ktwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A one that comes to a temple, suppliant, A.Eu. 441.
II Pass., he to whom one comes as a suppliant, protector, of a god, ib.119 codd. (προσεικότες Weil).

German (Pape)

[Seite 766] ορος, ὁ, der flehend zu den Tempeln Kommende, ἱκέτης, Aesch. Eum. 118. 419.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
1 qui s'approche comme suppliant;
2 vers qui on vient comme suppliant.
Étymologie: προσικνέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ίκτωρ -ορος, ὁ smekeling. Aeschl. Eum. 441. iem. die gesmeekt wordt, d.w.z beschermer:. Aeschl. Eum. 119.

Russian (Dvoretsky)

προσίκτωρ: ορος ὁ
1 приходящий с мольбой, молящий или кающийся (σεμνὸς π. Aesch.);
2 заступник, защитник (Aesch. - v.l. προσεικώς).

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α προσικνοῦμαι
1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.)
2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης.

Greek Monotonic

προσίκτωρ: -ορος, ὁ,
I. αυτός που προσέρχεται σε ναό, ικέτης, σε Αισχύλ.
II. Παθ., αυτός προς τον οποίο έρχεται κάποιος ως ικέτης, λέγεται για τον θεό, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσίκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐρχόμενος εἰς τοὺς ναούς, ὡς τὸ ἱκέτης, ἵνα παρακαλέσῃ, δεηθῇ, ἱκετεύσῃ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 441. ΙΙ. παθ., ὁ πρὸς ὃν ἔρχεταί τις, ὡς ἱκέτης, προστάτης, ἐπὶ θεοῦ, αὐτόθι 120, ἴδε Müller εἰς Εὐμ. § 60, σημ., πρβλ. ἀφίκτωρ, προστρόπαιος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσίκτορος· προσικέτορος ἀπὸ τοῦ προσικνεῖσθαι τοὺς ἱκέτας».

Middle Liddell

προσίκτωρ, ορος, ὁ, [from προσικνέομαι
I. one that comes to a god, a suppliant, Aesch.
II. pass. he to whom one comes as a suppliant, a protector, of a god, Aesch.