τεταγών

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰγών Medium diacritics: τεταγών Low diacritics: τεταγών Capitals: ΤΕΤΑΓΩΝ
Transliteration A: tetagṓn Transliteration B: tetagōn Transliteration C: tetagon Beta Code: tetagw/n

English (LSJ)

όντος, ὁ, Ep. redupl. part. aor. 2, with no pres. in use, ῥῖψε ποδὸς τεταγών having seized him by the foot, Il.1.591; also simply, ῥίπτασκον τεταγών 15.23. (Cf. Lat. tango, tetigi.)

German (Pape)

[Seite 1096] ein ep. reduplicirter aor. II. vom ungebräuchlichen ταγὠ (s. ταω, τῆ), fassend, packend; ῥῖψε ποδὸς τεταγών, am Fuße packend, Il. 1, 591; absolut, ῥίπτασκον τεταγών, 15, 23.

French (Bailly abrégé)

όντος;
part. ao.2 épq. d'un th. ταγ- prendre, saisir.

Russian (Dvoretsky)

τετᾰγών: όντος [part. aor. 2] ухватившийся, схвативший: ποδός τ. Hom. схватив за ногу.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰγών: όντος, ὁ, Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλ. μετοχ. ἀορ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ῥῖψε ποδὸς τεταγών, ἁρπάσας, λαβὼν αὐτὸν ἐκ τοῦ ποδός, Ἰλ. Α. 591 (πρβλ. λαμβάνω, ἕλκωὡσαύτως ἁπλῶς, ὃν δὲ λάβοιμι ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ὄφρ’ ἂν ἵκηται γῆν ὀλιγηπελέων Ο. 23. (Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ κατὰ τὴν σημασίαν ὀρθῶς ἐξελάμβανον τὸ τεταγὼν ὡς ἰσοδύν. τῷ λαβών· ἡ ῥίζα πιθανῶς ἀναφαίνεται ἐν τῷ τύπῳ τῆ (ὃ ἴδε), καὶ ἐν τοῖς Λατιν. te-tig-i (lang o), tac tus, Γοτθ. têk-an (ἅπτεσθαι), Ἀρχ. Σκανδιν. tak-a, Ἀγγλο-Σαξον. tac-an (to take)· πρβλ. θιγγάνω).

English (Autenrieth)

(cf. tango), defective aor. part.: laying hold of, Il. 1.591 and Il. 15.23.

Greek Monolingual

-όντος, ὁ, Α
(επικ. τ. μτχ. αορ. β' με αναδιπλασιασμό και χωρίς ενεστ.) (συν. με γεν.) αφού τον, τήν ή το έπιασε ή κρατώντας κάποιον ή κάτι («ῥῖψε ποδὸς τεταγὼν» — τον έπιασε από το πόδι και τον πέταξε, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματισμένος με αναδιπλασιασμό (πρβλ. ἀμ-πεπαλών: πάλλω) αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. ρ. tango «άπτομαι, αγγίζω» (πρβλ. αόρ. tetigi)].

Greek Monotonic

τετᾰγών: -όντος, ὁ, Επικ. με αναδιπλ. μτχ. αορ. βʹ, χωρίς ενεστ. εν χρήσει, ῥῖψε ποδὸς τεταγών, έχοντάς τον αρπάξει από το πόδι, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥίπτασκον τεταγών, στο ίδ. (από √ΤΑΓ, πρβλ. Λατ. tango, te-tig-i).

Middle Liddell

[From Root !ταγ, cf. Lat. tango, tetigi.] τεταγών, όντος, ὁ, epic redupl. aor2 part., with no pres. in use]
ῥῖψε ποδὸς τεταγών having seized him by the foot, Il.; ῥίπτασκον τεταγών Il.

Frisk Etymology German

τεταγών: {tetagṓn}
Forms: redupl. Ptz. Aor. (wie ἀμπεπαλών; s. πάλλω),
Grammar: v.
Meaning: fassend, packend (Α 591, Ο 23),
Etymology: mit dem lat. Perf. te-tig-ī (aus *te-tag-ai zu tangō, alat. Konj. tagam berühren) urverwandt. Weitere, z.T. unsichere Kombinationen (u.a. ags. þaccian sanft berühren, streichen) bei WP. 1, 703f., Pok. 1054f., W.-Hofmann s. tangō.
Page 2,884