τοκογλύφος
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, one who marks down his interest (orig. perhaps by notching a piece of wood), usurer, Com.Adesp.1165, Ph.1.550, al., Plu.2.18e, Luc.Vit.Auct.23, Alciphr.1.26, etc.; cf. γλύφω ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 1126] ὁ, ein Zinsenschnitzler, Zinsenspalter, der die Genauigkeit im Berechnen u. Eintreiben der Zinsen bis ins Kleinste treibt; Philodem. 32 (IX, 520); Luc. Vit. auct. 23; Plut. de aud. poet. 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
prêteur rapace, usurier avide.
Étymologie: τόκος, γλύφω.
Russian (Dvoretsky)
τοκογλύφος: (ῠ) ὁ жадный ростовщик, мироед Plut., Luc., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τοκογλύφος: [ῠ], ὁ, κυρίως γλύφων τοὺς τόκους, χαράττων αὐτοὺς ἐπὶ τῶν σανίδων τῆς τραπέζης του, ὁ ὑπολογίζων αὐτοὺς μέχρι τοῦ ἐσχάτου λεπτοῦ, φιλάργυρος καὶ αἰσχροκερδὴς τοκιστής, Πλούτ. 2. 18E, Φίλων Ι, 550, 16, ΙΙ, 585, 1, Λουκ. Νεκυομ. 11, Βασίλ. Ι, 273Β, κλπ., πρβλ. γλύφω ΙΙ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ.τοκοφλύφα Ν
1. αυτός που δανείζει χρήματα με υπέρογκο τόκο
2. (γενικά) αισχροκερδής
αρχ.
αυτός που υπολογίζει τους τόκους του μέχρι το τελευταίο λεπτό, γλύφοντας, χαράζοντας τους αριθμούς στα σανίδια του τραπεζιού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλογλύφος].
Greek Monotonic
τοκογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), κάποιος που χαράσσει τους τόκους στο τραπέζι του και τους υπολογίζει μέχρι το τελευταίο λεπτό, φιλάργυρος και αισχροκερδής τοκογλύφος, σε Λουκ.
Middle Liddell
τοκο-γλῠ́φος, ὁ, γλύφω
one who carves out interest, a sordid usurer, Luc.
Translations
usurer
Azerbaijani: müamiləçi, sələmçi; Bulgarian: лихвар; Chinese Mandarin: 高利貸/高利贷; Czech: lichvář; Danish: ågerkarl; Dutch: woekeraar, woekeraarster; Esperanto: uzuranto, viruzuranto, uzurantino, uzuristo, viruzuristo, uzuristino, uzurulo, viruzurulo, uzurulino, procentegisto, virprocentegisto, procentegistino, procentegulo, virprocentegulo, procentegulino; Finnish: koronkiskuri; French: usurier, usurière; Galician: usureiro, usureira; Georgian: მევახშე; German: Wucherer, Wucherin, Kredithai, Zinswucherer; Greek: τοκογλύφος; Ancient Greek: δανειοκόπος, ὀβολοστάτης, ὀβολοστάτις, τοκιστής, τοκίστρια, τοκογλύφος, χρήστης; Hungarian: uzsorás; Indonesian: rentenir; Italian: usuraio, usuraia, strozzino, strozzina; Japanese: 高利貸し; Latin: toculio, danista; Macedonian: лихвар; Maori: kaiwhakatuputupu moni; Norwegian Bokmål: ågerkar, ågerkarl; Nynorsk: ågerkar; Polish: lichwiarz; Portuguese: usurário, usureiro, agiota; Romanian: cămătar, cămătăreasă, uzurar; Russian: ростовщик, ростовщица, процентщик, процентщица; Serbo-Croatian Cyrillic: лихвар; Roman: lihvar; Slovak: úžerník; Spanish: usurero, usurera; Swedish: ockrare; Tagalog: buwayang-lubog, buwaya sa katihan; Turkish: tefeci, murabahacı; Ukrainian: лихвар, лихварка; Volapük: vukan, hivukan, jivukan