φαιδρότης

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρότης Medium diacritics: φαιδρότης Low diacritics: φαιδρότης Capitals: ΦΑΙΔΡΟΤΗΣ
Transliteration A: phaidrótēs Transliteration B: phaidrotēs Transliteration C: faidrotis Beta Code: faidro/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A brightness, brilliance, ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.Or.11.89, cf. 221.
2 metaph., joyousness, Isoc.15.133, Plu.2.595d.

German (Pape)

[Seite 1250] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
doux éclat ; joie, gaîté.
Étymologie: φαιδρός.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρότης: ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης, ἀκτινοβολία, ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., εὐθυμία, εὔθυμος διάθεσις, χαρά, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.

Greek Monotonic

φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότητα, ευθυμία, σε Ισοκρ.

Greek Monolingual

η / φαιδρότης, -ητος, ΝΜΑ φαιδρός
ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη
αρχ.
λάμψη, ακτινοβολίαφαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.).

Middle Liddell

φαιδρότης, ητος, ἡ, [from φαιδρός
brightness: joyousness, Isocr.