Ἄνακες
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ων, οἱ, the Dioscuri, Pollux and Castor, σωτήροιν Ἀνάκοιν τε Διοσκούροιν IG3.195, cf. 1.34.8, 2.699.30, etc., Plu.Thes.33, Cic. ND3.21: old pl. of ἄναξ; cf. Ἀνάκειον, Ἀνάκεια.
German (Pape)
[Seite 191] nach Moer. die eigt. att. Benennung der Dioskuren, Castor u. Pollux; eigtl. die Herrscher, für ἄνακτες, vgl. Cic. N. D. 3, 21; Plut. Thes. 33, der die andere Ableitung des E. M. von ἀνεκάς, die oben am Himmel Leuchtenden, auch erwähnt; Ael. Dion. bei Eust. hat auch ἀνακοί
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les Dioscures (Castor et Pollux).
Étymologie: anc. plur. de ἄναξ.
Russian (Dvoretsky)
Ἄνακες: οἱ Анаки, т. е. Диоскуры (Кастор и Полидевк) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Ἄνακες: -ων, οἱ, οἱ Διόσκουροι, Πολυδεύκης καὶ Κάστωρ, σωτήριον ἀνάκοιν τε Διοσκούροιν Συλλ. Ἐπιγρ. 484, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 33, Κικέρ. De Deor. natura 3. 21: πιθανῶς παλαιός τις πληθ. τοῦ ἄναξ: -πρβλ. Ἀνάκειον, -εια, Ἄνακοι.
Greek Monotonic
Ἄνᾰκες: -ων, οἱ, παλαιός τύπος του ἄνακτες, οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης, σε Πλούτ.