Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυάγρα

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάγρα Medium diacritics: μυάγρα Low diacritics: μυάγρα Capitals: ΜΥΑΓΡΑ
Transliteration A: myágra Transliteration B: myagra Transliteration C: myagra Beta Code: mua/gra

English (LSJ)

ἡ, (μῦς)
A mouse-trap, AP9.410 (Tull. Sab.), Poll.7.41:—also μύαγρον, τό, Glossaria
II = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, die Mäusefalle, Tull. Gem. 9 (IX, 410).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souricière.
Étymologie: μῦς, ἄγρα.

Russian (Dvoretsky)

μυάγρα:мышеловка Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μυάγρα: ἡ, (μῦς) παγὶς πρὸς σύλληψιν μυῶν, Ἀνθ. Π. 9. 410, Πολυδ. Ζ΄, 41.

Greek Monolingual

η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη)
παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα
νεοελλ.
ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω
αρχ.
1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας ξύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδάγρα, πυράγρα)].

Greek Monotonic

μυάγρα: ἡ (μῦς), ποντικοπαγίδα, σε Ανθ.

Middle Liddell

μυ-άγρα, ἡ, [μῦς]
a mouse-trap, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ποντικοπαγίδα). Σύνθετο ἀπό τό μῦς (=ποντικός) + ἄγρα (=κυνήγι).