πύανος
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, = ὁλόπυρος, Heliod.Hist.3, cf. Poll.6.61; but Lacon. πούανοι, = κύαμοι ἑφθοί, Hsch.; neut. pl. πύανα, Hp.Mul.2.113 (one cod.); cf. Πυανόψια.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fève, fruit ; gros grain d'orge mondé.
Étymologie: DELG κύανος.
German (Pape)
ὁ, = πύανον.
Russian (Dvoretsky)
πύᾰνος: ὁ = κύαμος (ср. Πυανέψια).
Greek (Liddell-Scott)
πύᾰνος: ὁ, παλαιοτέρα λέξις ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. ὁλόπυρος, Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, Πολυδ. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. Πυανέψια· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ.
Greek Monolingual
και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α
1. έδεσμα από βρασμένο σιτάρι
2. στον πληθ. οἱ πύανοι
οι κύαμοι, τα κουκιά
3. (κατά τον Ησύχ.) «πούαμος
κύαμοι ἑφθοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κύαμος, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να καθοριστεί η ακριβής ετυμολογική τους σχέση. Κατά μία άποψη, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ένας αμάρτυρος τ. πύαμος (< ΙΕ ρίζα pu-/ peu-, ηχομιμητικός τ. που αποδίδει τον ήχο του φαγητού που βράζει), απ' όπου και προήλθαν οι τ. πύανος και κύαμος με διαφορετικού είδους ανομοιώσεις].
Greek Monotonic
πύᾰνος: ὁ, κουκί.
Frisk Etymological English
See also: s. κύαμος.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
πύανος: {púanos}
See also: s. κύαμος.
Page 2,618