πρυμνόν
English (LSJ)
τό, lower part, end, πρυμνὸν θέναρος Il.5.339: pl., πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι at the far end of the agora, Pi.P. 5.93.—Prop.neut. of πρυμνός.
Russian (Dvoretsky)
πρυμνόν: τό край, основание: π. θέναρος Hom. основание ладони или кисти; πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι Pind. на краю площади.
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνόν: τό, τὸ κατώτατον μέρος, τὸ ἔσχατον, τὸ ἄκρον, πρ. θέναρος Ἰλ. Ε. 339· πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι, κατὰ τὰ ἄκρα τῆς ἀγορᾶς, Πινδ. Π. 5. 125. - Κυρίως οὐδ. τοῦ ἐπιθέτου πρυμνός, ὡς τὸ πρύμνα εἶναι θηλ. τοῦ αὐτοῦ ἐπιθέτου.
English (Slater)
πρυμνόν
a lower part τὰν (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν (cf. Forssman, K. Z., 1964, 12) fr. 169. 31.
b pl., extremity, edge πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών (P. 5.93)
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. πρυμνός.
Greek Monotonic
πρυμνόν: τό, το χαμηλότερο μέρος, το τελευταίο, το έσχατο, το άκρο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι, κατά τα άκρα της αγοράς, σε Πίνδ.
Middle Liddell
πρυμνόν, οῦ,
the lower part, end, Il.; πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι at the far end of the agora, Pind.