ἐκπρολείπω
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
A forsake, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Od.8.515, cf. Thgn.1136; βίον IG14.2123.
II spare, Ps.-Phoc. 85.
Spanish (DGE)
1 dejar atrás, abandonar lugares κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες abandonando su cóncava madriguera, Od.8.515, Ἄϊδος ... δόμον Antim.112.2, cf. IG 9(2).429.4 (Feras III a.C.), pers. al partir o morir ἄλλοι (θεοί) δ' Οὔλυμπόνδ' ἐκπρολιπόντες (ἀνθρώπους) ἔβαν Thgn.1136, ἄλοχον ... οἴκῳ GVI 1297.5 (Naxos I a.C.), la vida o expr. equiv. μοχθηρὸν μερόπων ... βίον IUrb.Rom.1379.4 (II/III d.C.), γλυκε<ρὸν> φάος ἀελίοιο IUrb.Rom.1255.3 (II/III d.C.).
2 dejar con vida, perdonar la vida de μητέρα δ' ἐκπρολίποις, ἵν' ἔχῃς πάλιν τῆσδε νεοσσούς Ps.Phoc.85.
German (Pape)
[Seite 777] herausgehen u. verlassen; λόχον ἐκπρολιπόντες Od. 8, 515; Theogn. 1136; Phocyl. 80.
French (Bailly abrégé)
abandonner.
Étymologie: ἐκ, προλείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρολείπω: оставлять: κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Hom. выйдя из полой засады, т. е. из деревянного коня.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρολείπω: καταλείπω, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, φείδομαι, Ψευδο-Φωκ. 80.
English (Autenrieth)
only aor. 2 part. ἐκπρολιπόντες, going forth and leaving, the wooden horse, Od. 8.515†.
Greek Monolingual
ἐκπρολείπω (Α)
1. εγκαταλείπω, εξέρχομαι
2. αφήνω κάποιον.
Greek Monotonic
ἐκπρολείπω: μέλ. -ψω, παρατώ, αφήνω, αρνούμαι, εγκαταλείπω, απαρνιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.