σταθμίζω

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθμίζω Medium diacritics: σταθμίζω Low diacritics: σταθμίζω Capitals: ΣΤΑΘΜΙΖΩ
Transliteration A: stathmízō Transliteration B: stathmizō Transliteration C: stathmizo Beta Code: staqmi/zw

English (LSJ)

= σταθμάω, weigh, literally or metaph., Aq.Jb.28.25, al., Sm. Jb.6.2, IG22.1121.12 (iv A.D.), Elias in Porph.75.21, Suid., Eust. 114.6.

German (Pape)

[Seite 927] = σταθμάω, wägen, nach dem Senkblei od. der Setzwage richten, Hesych. v. σταφύλη.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμίζω: σταθμάω, «ζυγίζω», Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ., Εὐστ. 114. 6, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σταθμός
προσδιορίζω το βάρος αντικειμένου, ζυγίζω
νεοελλ.
1. μεταχειρίζομαι τη στάθμη για να ελέγξω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση
2. υπολογίζω προσεχτικά, μελετώ, μετρώ, αξιολογώπρέπει να σταθμίσουμε προσεχτικά κάθε μας ενέργεια»)
μσν.
ελέγχω, ρυθμίζω
αρχ.
αντισταθμίζω, φέρω σε κατάσταση ισορροπίας.