παλιμπλανής

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπλᾰνής Medium diacritics: παλιμπλανής Low diacritics: παλιμπλανής Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: palimplanḗs Transliteration B: palimplanēs Transliteration C: palimplanis Beta Code: palimplanh/s

English (LSJ)

παλιμπλανές, wandering to and fro, Μαίανδρος AP6.287 (Antip., v.l. πολυμπλανής); βίοτος Epigr.Gr.491.5 (Orchom. Boeot.).

German (Pape)

[Seite 448] ές, hin und her irrend, umherschweifend, vom Mäandros Antp. Sid. 23 (VI, 287).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui erre en replis sinueux (fleuve).
Étymologie: πάλιν, πλάνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμπλανής -ές [πάλιν, πλάνη] slingerend (van de Maeander). AP 6.287.4.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμπλᾰνής: блуждающий туда и сюда, т. е. крайне извилистый (Μαίανδρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπλᾰνής: -ές, ὁ τῇδε κἀκεῖσε πλανώμενος, λοξὰ Μαιάνδρου ῥεῖθρα παλιμπλανέος Ἀνθ. Π. 6. 287· βίοτος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 491. 5.

Greek Monolingual

παλιμπλανής, -ές (Α)
αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυπλανής].

Greek Monotonic

πᾰλιμπλᾰνής: -ές, αυτός που περιπλανιέται πέρα δώθε, μπροστά και πίσω, σε Ανθ.

Middle Liddell

πᾰλιμ-πλᾰνής, ές
wandering to and fro, Anth.